Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αξίωμα: | Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος |
Περίοδος διακονίας: | 13 Ιανουαρίου 1962-25 Ιανουαρίου 1962 |
Προκάτοχος: | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄ |
Διάδοχος: | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ |
Ημερομηνία Γέννησης: | 11 Ιουνίου 1895 |
Τόπος Γέννησης: | Γαλαξίδι |
Ημερομηνία Θανάτου: | 25 Οκτωβρίου 1984 |
Τόπος Θανάτου: | Σαλαμίνα |
Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος (κατά κόσμον Γεώργιος) Βαβανάτσος (Γαλαξείδι, 22 Ιουνίου 1895 – Σαλαμίνα, 25 Οκτωβρίου 1984) υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες και αμφίλεκτους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στον 20ο αιώνα. Διετέλεσε πρώτος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Μητροπόλεως Αττικής.
Η προσωπική του πορεία υπήρξε παράλληλη της ιστορίας της ελλαδικής Εκκλησίας από τη δεκαετία του 1930 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Προοδευτικός και ρηξικέλευθος ιεράρχης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δύο μεγάλες δικτατορίες της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου και διώχθηκε από τα στελέχη τους. Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πολυποίκιλη δράση εθνική και ανθρωπιστική ενώ και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο κατάφερε να άρει την ποιμαντική του προσπάθεια πάνω από τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές. Η υπόθεση της εκλογής και της πτώσης του από τη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μίγμα παρασκηνιακής δράσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων. Παρά την αμφισβήτηση, που δέχθηκε στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θώκο και την έντονη κριτική και πολεμική, που του ασκήθηκε πριν και μετά την παραίτησή του, παρέμεινε σημείο αναφοράς των εκκλησιαστικών εξελίξεων έως και τη Μεταπολίτευση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραψε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο μετά την εκδημία του :
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Πρώιμη περίοδος
Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασίδας στις 22 Ιουνίου 1895 και ήταν ο τρίτος γιός του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξιδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας προσκολλώμενος στο θείο του ιερέα Νικόλαο Σκουτεράκο.
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1918 από το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου. Μετά την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στα 1923, προσελήφθη ως διάκονός του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη αναλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ι. Αρχιεπισκοπής.
Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δωδεκαετίας 1923 – 1935 είχε επωμισθεί τη διοικητική σπουδή και οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, έργο στο οποίο διακρίθηκε μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία και τη μόρφωση των κληρικών και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Για αυτούς τους σκοπούς οργάνωσε το 1932 το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε το θεσμό των ιερατικών συνάξεων.
[Επεξεργασία] Η ποιμαντική δράση
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, η οποία δημιουργήθηκε σε αποσπασθέν έδαφος της υπερμεγέθους τότε αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938 στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Η εκλογή Δαμασκηνού ακυρώθηκε με πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μεταξά και με αριστίδην Σύνοδο επιτεύχθηκε η ανάδειξη του Χρυσάνθου ως προκαθημένου. Ο Ιάκωβος θεωρήθηκε από το καθεστώς και τη νέα εκκλησιαστική ηγεσία ανεπιθύμητος και τα όρια της Μητρόπολής του συρρικνώθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων[1]. Η επαναφορά των κανονικών ορίων έγινε μετά την παύση του Χρυσάνθου και την ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941.
Η ποιμαντική δράση του Ιακώβου ως Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος έκανε την επαρχία του πρότυπο διοικητικής, οργανωτικής και πνευματικής δράσης για όλες τις άλλες μητροπολιτικές επαρχίες του ελλαδικού χώρου. Ο ίδιος έδωσε απ’ αρχής βάρος στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου με σκοπό την άσκηση της διακονίας του με όσο το δυνατό αρτιότερο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε προπαρασκευαστική σχολή για μετεκπαίδευση των εφημερίων και προήγαγε το θεσμό των ανά έτος ιερατικών συνάξεων. Το 1953 εξέδωσε και το έργο του "Ποιμαντικαί Υποδείξεις", ένα οδηγό ποιμαντικής πρακτικής.
Στον τομέα της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης της νεολαίας προέβη, ιδιαίτερα μετά την Απελευθέρωση, σε σειρά καινοτόμων ενεργειών. Ίδρυσε ομίλους νέων με την επωνυμία "Οδοιπόροι της ζωής", οι οποίοι μέσω της διδασκαλίας και του διαλόγου προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους νέους, που συμμετείχαν, στη διευκρίνιση μίας σαφούς εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Σε αυτό το εγχείρημα συνέπραξαν εκατοντάδες νέοι από όλες τις περιοχές της Αττικής. Επιπλέον ίδρυσε τις πρότυπες εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις της Ελευσίνας, που λόγω της άρτιας οργάνωσής τους χρησιμοποιήθηκαν και από την πολιτεία. Με αυτή του την προσπάθεια περιέθαλψε ικανό αριθμό παιδιών της δοκιμαζόμενης γενιάς της Κατοχής. Το 1947 η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε υπό την αιγίδα της το όλο νεανικό έργο της Μητρόπολης Αττικής, προβάλλοντάς το σαν πρότυπο.
Πεδία ενεργειών του Ιακώβου υπήρξαν, ακόμη, η ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων. Κατά την ποιμαντορία του δημιουργήθηκαν, αναπαλαιώθηκαν ή ενισχύθηκαν πολλές μονές ενώ συνάμα βοηθήθηκε και η στελέχωσή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα του γυναικείου μοναχισμού παρατηρήθηκε ακμή όχι μόνο σχετική με την προσέλευση μοναζουσών και την πληθυσμιακή αύξηση των μονών αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
[Επεξεργασία] Η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιάκωβος κινητοποίησε το δυναμικό της Μητρόπολης Αττικής με σκοπό την προσφορά βοήθειας προς τους Έλληνες στρατιώτες του μετώπου και τα άπορα παιδιά. Οι καλόγριες των γυναικείων μοναστηριών ανέλαβαν την κατασκευή πλεκτών που αποστέλλονταν στους στρατιώτες για την αντιμετώπιση των δύσκολων καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα γυναικείες και ανδρικές μονές φιλοξενούσαν παιδιά με πρόβλημα επισιτισμού και διαβίωσης.
Στην ίδια γραμμή συνέχισε και την περίοδο της Κατοχής, κινούμενος, όμως, πλέον πιο δυναμικά και δρώντας εντονότερα ως κορυφαίος θρησκευτικός λειτουργός του καταπιεζόμενου και αγωνιζόμενου λαού. Οι πράξεις του ευρύνονταν από την οργάνωση φιλόπτωχων ταμείων και της "Κοινωνικής Αλληλεγγύης" μέχρι τη συνεχή προσωπική παράσταση προς τους κατακτητές για την απόλυση κρατουμένων ή τη διάσωση μελλοθανάτων. Ακόμη βοήθησε τη φυγάδευση και την απόκρυψη αντιστασιακών, παρενέβη δραστικά στην αποτροπή της πυρπόλησης των πόλεων Βίλλια, Μέγαρα, Μαρκόπουλο και Μαραθώνα και της εκτέλεσης κατοίκων τους.
Ο ίδιος διηγείτο αργότερα:
Στο διάστημα του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε συχνά σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών. Προσπάθησε να μη χρωματιστεί πολιτικά τηρώντας ίσες αποστάσεις και συνεπή στάση εκκλησιαστικού ταγού, θεωρώντας τους αντιμαχόμενους πνευματικά παιδιά του. Και σε αυτή τη φάση προέταξε το κύρος του υπουργήματος και της προσωπικότητάς του ώστε στο μέτρο των δυνατοτήτων του να βοηθήσει να αποφευχθούν εκτελέσεις και συρράξεις.
Σημειώνει για την προσωπική του στάση στον Εμφύλιο:
[Επεξεργασία] Η περιπέτεια της εκλογής
Η διοικητική πείρα και η υψηλή θεολογική κατάρτιση, οι οποίες χαρακτήριζαν τον Ιάκωβο, ήταν τα στοιχεία που συνέβαλλαν ώστε μεταπολεμικά να αναλάβει εναργέστερη συμμετοχή στην επίλυση προβλημάτων της ευρύτερης ελλαδικής εκκλησιαστικής διοίκησης και να αναχθεί σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της Ιεραρχίας. Υπό την πνευματική του καθοδήγηση βρέθηκε μία αρκετά μεγάλη ομάδα νεότερων αρχιερέων και ιερέων με βασικά γνωρίσματα την προοδευτική σκέψη σχετικά με την εκκλησιαστική διοίκηση και οργάνωση και την αντίθεση προς τη δράση των ισχυρών, τότε, παρεκκλησιαστικών σωματείων. Ο Ιάκωβος αποκαλούσε αυτού του είδους τα σωματεία "προτεσταντισμό ελληνικής εμπνεύσεως".
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β' (Παναγιωτόπουλος) και αυτόματα τέθηκε το ζήτημα της διαδοχής. Το κύρος της προσωπικότητας του Ιακώβου και οι καλές σχέσεις του με τα Ανάκτορα (τιμήθηκε και με το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου) τον έκαναν να προβάλει ως ο επικρατέστερος των υποψηφίων. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να εμφανίζονται σε ορισμένες εφημερίδες υπαινικτικά σχόλια για την ιδιωτική ζωή του Μητροπολίτη Αττικής και παράλληλα να κυκλοφορούν προκηρύξεις, εκδιδόμενες από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, με περιεχόμενο υβριστικό[2]και στόχο την υποσκέλιση της υποψηφιότητάς του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ιάκωβος ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για μεμπτό ηθικό φρόνημα ούτε η ιδιωτική του ζωή απασχόλησε τον τύπο ή τα όργανα της Εκκλησίας σε όλη την περίοδο της ιερατικής και αρχιερατικής του σταδιοδρομίας.
Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, πιεζόμενη από τα παρεκκλησιαστικά κέντρα και παρατηρώντας τις γενικότερες αντιδράσεις, προσπάθησε να αναβάλει την εκλογή αλλά κατόπιν παρέμβασης των Ανακτόρων προς τον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γρηγόριο Κασσιμάτη, η εκλογή ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου 1962. Μία επιπλέον παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν και η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία έως τότε καταθέτονταν τα εκκλησιαστικά κεφάλαια.
Υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας ήταν οι Μητροπολίτες Αττικής Ιάκωβος, Καβάλας Χρυσόστομος και Μαντινείας Γερμανός. Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων. Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.
Ο δημοσιογραφικός θόρυβος σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου αυξήθηκε και τα μέλη των οργανώσεων άρχισαν να προβαίνουν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα κατατέθηκε μήνυση (εκκλησιαστικού Δικαίου) σε βάρος του στην Ιερά Σύνοδο, η οποία προερχόταν από τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, κληρικό που αργότερα αποσχηματίστηκε οικειοθελώς. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε την έναρξη ανακρίσεων με υπεύθυνο αρχικά το Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο και μετέπειτα το Μητροπολίτη Σιατίστης Διονύσιο. Τη μήνυση του Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου ακολούθησε ακόμη μία από τον υποστράτηγο εν αποστρατεία Μπενή-Ψάλτη, στην οποία επικαλούνταν εθνικούς κινδύνους εξ αιτίας της αρχαιρεσίας Ιακώβου.
Η τελετή διαβεβαίωσης και η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Η αντίθεση κυβέρνησης και Ανακτόρων πάνω στην αρχιεπισκοπική υπόθεση γινόταν εντονότερη με τη συμμετοχή πλέον και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι με πράξεις και παραλείψεις της υποβοήθησε την εκλογή Ιακώβου. Εντωμεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που ήθελαν την κυβέρνηση να προβαίνει σε σύσταση αριστίδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός του συγχαρητήριου τηλεγραφήματος[3] με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας να δείξει τη στήριξή του. Στις 24 Ιανουαρίου κατόπιν σύσκεψης η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση, όπου αναφερόταν η πρόθεσή της για δημιουργία νέου Καταστατικού Χάρτη με δικαίωμα παύσης του Αρχιεπισκόπου από την πολιτική ηγεσία σε περίπτωση αντιδράσεων προς το πρόσωπό του.
Την επόμενη μέρα ο Αρχιεπίσκοπος δεχόμενος ισχυρές πιέσεις, και παρά τη σύσταση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτου και άλλων κορυφαίων ελληνορθοδόξων ιεραρχών να μην ενδώσει, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του ενεχειρίζοντας την παρακάτω επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο:
Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς. Ἀθῆναι 25 – 1 -1962 Ὁ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἰάκωβος |
[Επεξεργασία] Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών
Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.[4] Το Συνοδικό Δικαστήριο, ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησε να συναντηθεί [5]με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής γιατί οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως". Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου προς τον έπαρχο Μόδεστο. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67[6], με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμα θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη, που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου".
Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης. Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης "Ρήγας Φεραίος", που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) το 1973, επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκκας) και του ζήτησε τη στήριξή του προκειμένου να προωθηθεί στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι δυο τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο Ιάκωβος τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί Μητροπολίτης Άρτης και αργότερα Ιωαννίνων. Ανταποκρινόμενος στην παράκλησή του δέχτηκε να κάνει ότι ήταν δυνατό από μέρους του και του έδωσε κατευθύνσεις για την έξοδο από την εκκλησιαστική κρίση.
Η άνοδος Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Ούτε, όμως, η νέα διοίκηση τον αποκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία. Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του (βάσει του Α.Ν. 214/67) δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ι. Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας όπου και εκοιμήθη στις 25 Οκτωβρίου 1984. Η κηδεία του τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ ενώ συμμετείχαν πολλοί αρχιερείς της ελλαδικής και άλλων εκκλησιών. Ο τάφος του βρίσκεται στη Μονή Παναγίας Φανερωμένης.
[Επεξεργασία] Πηγές
- Αθανασίου Αγγελοπούλου, "Ιάκωβος Αρχιεπίσκοπος πρ.Αθηνών - Βιογραφική σκιαγράφηση", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
- Αναστασίου Σκιαδά, "Γαλαξείδι, Ο γενέθλιος τόπος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
- Μητροπολίτου Μεγάρων και Σαλαμίνος Βαρθολομαίου (Κατσούρη), "Επικήδειος Λόγος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
- Γεωργίου Λιλαίου, "Έλεγχος των πράξεων των διοικητικών και δικαστικών οργάνων της Εκκλησίας παρά της Δ.Ι.Σ.", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991
- Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), "Ειπέ τη Εκκλησία...", Αθήναι 1994
- Σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου στην εφημερίδα "Το Βήμα"
- Άρθρα του Γρηγόρη Καλοκαιρινού στην εφημερίδα "Καθημερινή"
- Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος έτος 1985
- Αρχείο φύλλων της εφημερίδας Ελευθερία:
- Αρχιεπισκόπου πρ. Αθηνών Ιακώβου (Βαβανάτσου), "Το Νόημα της Ηγεσίας", Αθήναι 1971
- Εφημερίδα Το Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2005, σελ. Α32, από τη σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου
[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις
- ↑ Η πράξη αυτή αποσκοπούσε και στην επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου να βρίσκεται εντός της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας η Σαλαμίνα, σε Ι.Μονή της οποίας βρισκόταν υπό περιορισμό ο αντίπαλός του Δαμασκηνός.
- ↑ Οι παρεκκλησιαστικοί κύκλοι διέδιδαν φήμες για ανορθόδοξη σεξουαλική συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου με σαφείς υπαινιγμούς για ομοφυλοφιλικές πράξεις, οι οποίες καταδικάζονται συμφώνως προς το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
- ↑ Το τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα ανέφερε: "Ευδοκία Θεού γενομένη εκλογή και ανάρρησις υμετέρας πεφιλημένης Μακαριότητος εις τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον ενέπλησε βαθείας χαράς Μητέρα Εκκλησίαν, ημάς δε προσωπικώς. Αδελφικώς συγχαίροντες αυτή επευχόμεθα ολοψύχως ευλογημένην και αγλαόκαρπον πρωθιεραρχικήν διακονίαν."
- ↑ Η κύρωση της απόφασης της Ι. Συνόδου από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έγινε το 1966.
- ↑ Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Πενταγώνου.
- ↑ Νόμος, που αφορούσε την απώλεια της "έξωθεν καλής μαρτυρίας" και χρησίμευσε για την αποβολή από το σώμα της Ιεραρχίας Αρχιερέων ανεπιθύμητων στο δικτατορικό καθεστώς.
Προηγούμενος: Θεόκλητος Β΄ |
'Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος' 13 Ιανουαρίου 1962-25 Ιανουαρίου 1962 |
Επόμενος: Χρυσόστομος Β΄ |
|