Βότκα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η βότκα είναι διαφανές ποτό, απόσταγμα δημητριακών (σιταριού, κριθαριού, σίκαλης ή μίγματος) αλλά και άλλων υλών, οπως η πατάτα. Η βότκα από σκέτο σιτάρι θεωρείται καλύτερη.
Η λέξη προερχεται απο την σλαβική λέξη "voda" για το "ύδωρ." Βότκα ειναι στα ρώσικα το "νεράκι".
Εκτός από τους διάφορους τύπους αρωματικών ουσιών, η βότκα αποτελείται από ύδωρ και οινόπνευμα. Η βότκα έχει συνήθως μια περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που κυμαίνεται από 35% ως 50% vol. Η κλασική ρωσική βότκα έχει περιεκτικότητα 40% vol. Αυτό αναφερει η έρευνα του Μεντελέγιεφ το 1894. Σύμφωνα με το Μουσείο Βότκας στην Αγία Πετρούπολη, ο Μεντελέγιεφ βρήκε οτι το τέλειο ποσοστό είναι 38%. Βάσει του αμερικανικού ομοσπονδιακού νόμου, η ελάχιστη περιεκτικότητα οινοπνεύματος της βότκας είναι 40% vol., ενώ στην Ευρώπη το ελάχιστο είναι 37,5%.
Η βότκα καταναλώνεται σκέτη, αλλα η αύξηση της δημοτικότητάς της οφείλειται στα κοκτέιλ και άλλα μικτά ποτά, όπως το Bloody Mary και το Martini.
Οι λαοί στα κράτη της πιθανής προέλευσης της βότκας έχουν ονόματα για τη βότκα με ρίζες που σημαίνουν "καψιμο". (Πολωνικά: gorzałka; Ουκρανικά: горілка, χοριλκα, Λευκορωσικά: гарэлка, χαρελκα, Λιθουανικά: degtinė; Λετονικά: degvīns,ντεκβινς, Σουηδικά: brännvin,μπρενβιν. Στη Ρωσία το 17ο και 18ο αιώνα goriashchee vino).