Αλυσόδεσμος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αλυσόδεσμος αποτελούσε "ποδοπέδη" (κατ΄ αντιστοιχία των χειροπέδων) στην παλαιότερη εποχή ναυτικής ιστορίας που κάποιες γαλέρες ήταν κάτεργα. Ο αλυσόδεσμος ήταν ένα μικρό σχετικά τμήμα αλυσίδας της οποίας το ένα άκρο έφερε κλοιό σχετικά μικρής διαμέτρου που περνούσε στο σφυρό του ενός ποδιού του "δεσμώτη - ερέτη" (κωπηλάτη) και το άλλο στερεωνόταν στο "σέλμα" πάγκο κωπηλασίας που αυτό χρησίμευε και ως κάθισμα, τραπέζι, κρεβάτι, τόπος μαρτυρίου για να καταλήξει όχι σπάνια και σε νεκρική κλίνη.
Όταν (σπάνια) υπήρχε ανάγκη να εξέλθει στη ξηρά το "ερετικό", (το σύνολο των κωπηλατών), το "τσούρμο" που λέγεται σήμερα, είτε για κόψιμο ξύλων (ξύλευση) είτε για μεταφορά νερού (ύδρευση), δεν αφαιρείτο ο αλυσόδεσμος από το σφυρό αλλά το αποκρύκωναν από το σέλμα και στη συνέχεια το εκρίκωναν σε μία μεταλλική βαριά σφαίρα την οποία ο δυστυχής κάτεργος έπρεπε να τη κρατάει και με τα δύο χέρια για να βαδίσει ενώ για διάφορες εργασίες την απέθετε στο έδαφος ως άγκυρα τρόπο τινά.
Στη παγκόσμια ναυτική ιστορία είναι πολύ σπάνια η περίπτωση απελευθέρωσης κατάδικων ναυτών απο τέτοιου είδους αλυσόδεσμα. Παρά ταύτα, ίσως και το μοναδικό που συνέβει ήταν όταν ο νεαρός ναύαρχος Δον Χουάν Ντ΄ Αούστρια κατά τη κοσμοϊστορική ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) προκειμένου να ενθουσιάσει τα πληρώματά του (τα "ερετικά" του), τη κρίσιμη εκείνη ημέρα (7 Οκτωβρίου), έδωσε εντολή της απελευθέρωσης και ακολούθησε και η υπέρλαμπρη νίκη.
Από τη ζωή αυτών των κατάδικων προέρχονται και οι περισσότερες γελοιογραφίες κατάδικων που έφεραν αλυσόδεσμο και τη μεταλλική μπάλα, όπως επίσης προέρχεται και η ελληνική δημώδη έκφραση "Κάθε κατεργάρης (κάτεργος) στο πάγκο του". Βέβαια σήμερα η έννοια του κατεργάρη μάλλον αποδίδεται σε εξυπνάδα ή σε καπατσοσύνη παρά σε καταδίκη, άν ληφθεί υπ΄ όψη και ο στίχος από το γνωστό τραγούδι της Μαίρης Λίντα: "Έρωτά μου κατεργάρη, φύγε κάνε μου τη χάρη".