Δικηγόρος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δικηγόρος ονομάζεται ο νομικός ο οποίος αναλαμβάνει να παρέχει νομικές συμβουλές σε κάποιον ή να τον εκπροσωπήσει ενώπιον δικαστηρίου. Ο νόμος τον χαρακτηρίζει άμισθο δημόσιο λειτουργό. Η ικανότητα εκπροσώπησης πολιτών ενώπιον των δικαστηρίων ονομάζεται ικανότητα προς το δικολογείν. Μπορεί να είναι είτε ελεύθερος επαγγελματίας είτε μισθωτός (σχέση έμμισθης εντολής) είτε και τα δύο. Οι δικηγόροι ανήκουν σε επαγγελματικούς συλλόγους, τους δικηγορικούς συλλόγους.
Συνήθως προϋπόθεση για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του δικηγόρου είναι να δεχθεί να τον εγγράψει στα μητρώα του ένας δικηγορικός σύλλογος. Η εγγραφή μπορεί να απαιτεί σπουδές Νομικής, προηγούμενη πρακτική άσκηση ή εξετάσεις ή και όλα αυτά. Στην Ελλάδα υπάρχει δικηγορικός σύλλογος στην περιφέρεια κάθε Πρωτοδικείου και οι προϋποθέσεις για να εγγραφεί κανείς είναι πτυχίο Νομικής, άσκηση σε δικηγόρο επί 18 μήνες και επιτυχία στις εξετάσεις που διοργανώνει ο εκάστοτε σύλλογος.
Συνήθως δεν μπορούν όλοι οι δικηγόροι να παρίστανται ενώπιον όλων των δικαστηρίων. Στην Ελλάδα οι νεότεροι δικηγόροι έχουν ικανότητα παράστασης μόνο ενώπιον των Πρωτοδικείων και ονομάζονται δικηγόροι παρά Πρωτοδίκαις. Μετά την πάροδο κάποιων ετών προάγονται σε δικηγόρους παρ' Εφέταις και εν συνεχεία σε δικηγόρους παρ' Αρείω Πάγω.
Στη Μεγάλη Βρετανία οι δικηγόροι διακρίνονται σε barrister και σε solicitor. Από αυτούς μόνο η πρώτη κατηγορία παρίσταται ενώπιον δικαστηρίων, ενώ η δεύτερη ασχολείται αποκλειστικά με τη συμβουλευτική δικηγορία.