Εισαγγελέας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Εισαγγελέας [Public prosecutor ή prosecuting attorney] είναι δικαστικός λειτουργός (μόνιμος) που ασκεί εν ονόματι του κράτους την κατηγορία, εκπροσωπώντας την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Ο Εισαγγελέας κάθεται δεξιά από τους δικαστές στην έδρα (αριστερά για τους από κάτω) και όταν αγορεύει σηκώνεται, γι' αυτό και οι Εισαγγελείς αποκαλούνται "ισταμένη δικαιοσύνη" σε αντίθεση με τους δικαστές, που αποκαλούνται "καθημένη δικαιοσύνη". Ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να συγχέεται με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος εκπροσωπεί την πολιτεία στα κατώτερα ποινικά δικαστήρια (πατισματοδικεία) και είναι συνήθως αξιωματικός της Αστυνομίας.
Μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου, αγορεύει κατά την διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να δικαιούται να συμμετέχει στη σύσκεψη για την έκδοση της απόφασης, αν και μεριμνά για την εκτέλεσή της.
Ο Εισαγγελέας απολαύει κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Όμως σε αντίθεση με τους δικαστές οι Εισαγγελείς υποχρεούνται να υπακούουν στις εντολές των ανωτέρων τους Εισαγγελέων. Έτσι μπορεί π.χ. ο Εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ασκήσει κατά κάποιου ποινική δίωξη, ενώ στους δικαστές απαγορεύεται ανώτερος να επηρεάσει την κρίση κατώτερου κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
Ο Εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα και ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ΄ έγκληση (κατόπιν μηνύσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα (συνήθως τον Εισαγγελέα υπηρεσίας) να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη.
Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο Εισαγγελέας. Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (αλλιώς επί βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων, δηλ. το θύμα).
Τον Εισαγγελέα αντικαθιστά, (αναπληρώνει) ο Αντεισαγγελέας χωρίς να είναι αναγκαία η μνημόνευση του κωλύματος υφισταμένου του αδιαίρετου της Εισαγγελικής Αρχής.
Ο Εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την προδικασία είτε στο ακροατήριο. Γι' αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο Εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο την αθώωσή του.
Στα μεγάλα Πρωτοδικεία (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη) ορίζονται εισαγγελείς που τελούν αποκλειστικά μέρος των καθηκόντων του εισαγγελέα. Έτσι υπάρχει ο Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο Εισαγγελέας Εκτέλεσης Ποινών, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων κλπ.
Ο Εισαγγελέας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγρψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος. Στον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας του Αρειου Πάγου έχει πολύ ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.
Εισαγγελέας γίνεται κανείς αφού έχει σπουδάσει νομικά και αφού εισαχθεί με εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Μετά από φοίτηση 18 μεηνών αποφοιτά ως εισαγγελικός πάρεδρος. Οι βαθμοί της ιεραρχίας είναι
- Εισαγγελικός Πάρεδρος
- Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών
- Εισαγγελέας Προωτοδικών
- Αντιεισαγγελέας Εφετών
- Εισαγγελέας Εφετών
- Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
- Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αξίζει να σημειωθεί ότι Εισαγγελείς και Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου δε γίνονται αποκλειστικά Εισαγγελείς Εφετών, αλλά και δικαστές (Πρόεδροι Εφετών, Αρεοπαγίτες), λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων τιυ Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις αστικές υποθέσεις. Σε αυτή τη ρύθμιση αντιτίθεται η Ένωση Εισαγγελέων, το συνδικαλιστικο όργανο των εισαγγελέων. Είναι η μόνη βαθμίδα στην οποία επιτρέπεται μετάταξη από δικαστή σε εισαγγελέα, η οποία κατά τα άλλα απαγορεύεται.