Σαν
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ονομασία δωρικού γράμματος (Ϻ, ϻ) το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει πιθανώς μια μορφή συρριστικού συμφώνου που φωνητικά προσέγγιζε το /ts/. Τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα. Ἡρόδοτος.
Ακόμα και ο όρος σαμφορά (ενν. ίππος) πλάστηκε (πρβλ Αριστοφ. Ιππ 603) για να χαρακτηρίσει τους ίππους της Σικυώνος (Ϻικύων) που "έφεραν Ϻ) ήταν δηλαδή στιγματισμένοι με το γράμμα σαν, εν αντιθέσει προς τους ίππους της Κορίνθου (Ϙόρινθος) που έφεραν το χαρακτηριστικό του γράμματος κόππα ( εξ ου και κοππατίαι).
Σπάνια και αμφιλεγόμενη είναι ταυτόχρονη χρήση του σαν και του σίγμα στο ίδιο αλφάβητο.