Καισαρίων
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Καισαρίων ήταν γιος του Ιουλίου Καίσαρα και της Κλεοπάτρας (23 Ιουνίου 47 π. Χ.- 30 Αυγούστου 30 π. Χ.) Το όνομά του σημαίνει "Μικρός Καίσαρας" και βασίλεψε στην Αίγυπτο με το όνομα Πτολεμαίος ΙΕ΄ Φιλοπάτωρ από τις 2 Σεπτεμβρίου 44 π. Χ. ως το θάνατό του. Ήταν ο τελευταίος Φαραώ της δυναστείας των Πτολεμαίων. Έγινε συγκυβερνήτης από τη μητέρα του, σε ηλικία 3 ετών, το 44 και έφερε τον τίτλο του Βασιλιά μόνο κατ' όνομα. Όταν ο θετός της γιος και ανεψιός του Καίσαρα Οκταβιανός κατέλαβε την Αίγυπτο, το 30 π. Χ. η Κλεοπάτρα έστειλε τον Καισαρίωνα για ασφάλεια στο λιμάνι της Βερενίκης, συνελήφθη όμως με δόλο και την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. ο Οκταβιανός κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και προσήρτησε την Αίγυπτο. Μετά την αυτοκτονία του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, ο Καισαρίων εκτελέστηκε από το θετό αδερφό του Οκταβιανό. Το 1918 αποτέλεσε το θέμα ενός ποιήματος του Κώστα Καβάφη.
[Επεξεργασία] Το ποίημα του Καβάφη
- Καισαρίων
Ἐν μέρει γιὰ νὰ ἐξακριβώσω μία ἐποχή,
ἐν μέρει καὶ τὴν ὥρα νὰ περάσω,
τὴν νύχτα χθὲς πῆρα μία συλλογὴ
ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νὰ διαβάσω.
Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ’ ἡ κολακεῖες
εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί,
ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί•
κάθ’ ἐπιχείρησις τῶν σοφοτάτη.
Ἂν πεῖς γιὰ τὲς γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές,
ὅλες ἡ Βερενίκες κ’ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές.
Ὅταν κατόρθωσα τὴν ἐποχὴ νὰ ἐξακριβώσω
θάφινα τὸ βιβλίο ἂν μία μνεία μικρή,
κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος
δὲν εἵλκυε τὴν προσοχή μου ἀμέσως.....
A, νά, ἦρθες σὺ μὲ τὴν ἀόριστη
γοητεία σου. Στὴν ἱστορία λίγες
γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα,
κ’ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου.
Σ’ ἔπλασα ὡραῖο κ’ αἰσθηματικό.
Ἡ τέχνη μου στὸ πρόσωπό σου δίνει
μίαν ὀνειρώδη συμπαθητικὴ ἐμορφιά.
Καὶ τόσο πλήρως σὲ φαντάσθηκα,
ποῦ χθὲς τὴν νύχτα ἀργά, σὰν ἔσβυνεν
ἡ λάμπα μου —ἄφισα ἐπίτηδες νὰ σβύνει—
ἐθάρρεψα ποὺ μπῆκες μὲς στὴν κάμαρά μου,
μὲ φάνηκε ποὺ ἐμπρός μου στάθηκες• ὡς θὰ ἤσουν
μὲς στὴν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια,
χλωμὸς καὶ κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου,
ἐλπίζοντας ἀκόμη νὰ σὲ σπλαχνισθοῦν
οἱ φαῦλοι —ποὺ ψιθύριζαν τὸ «Πολυκαισαρίη».