Κουλτούρα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η κουλτούρα, γλωσσικό δάνειο που προέκυψε ως αντιστοίχηση του γερμανικού kultur, σημαίνει την καλλιέργεια του πνεύματος, την παιδεία αλλά και το σύνολο της πνευματικής παράδοσης και δημιουργίας ενός κοινωνικού συνόλου (ως συνώνυμο της λέξης πολιτισμός). Στα ελληνικά απαντάται συχνά και ως υποτιμητικός όρος με επιφανειακή χροιά για να αποδώσει την έννοια της σοβαροφάνειας και ενδεχομένως της επίδειξης σε θέματα διανόησης.
Ο όρος κουλτούρα, εκ του λατινικού cultura (<colere), εμφανίζεται με την σημερινή του έννοια για πρώτη φορά μεταφορικά από τον Κικέρωνα για να επανέλθει πολύ αργότερα και πάλι με πνευματική έννοια κατά την Αναγέννηση. Παρόλο που εμφανίστηκε πριν από τον όρο πολιτισμό, η λέξη κουλτούρα θα παραμείνει στο περιθώριο μέχρι τις αρχές του 20ου αι. .Η σχετικά νέες επιστήμες της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας, εμπνεόμενες από τη γερμανική kultur, θα προτιμήσουν την χρήση της λέξης κουλτούρα από τον πολιτισμό (civilization), γιατί δίνει προτεραιότητα στην ιδέα της μοναδικότητας και της ενότητας μιας δεδομένης κοινωνίας. Στα ελληνικά συνήθως δε γίνεται αυτή η διάκριση και η συχνότερη απόδοση του συγκεκριμένου όρου είναι "πολιτισμός".
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- ΚΡΙΑΡΑΣ Εμμανουήλ, «Νέο Ελληνικό Λεξικό», Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1994, ISBN 960-213-326-0
- ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ., «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., 1998, ISBN 960-86190-0-9
- ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΥΤΡΑΚΗΣ, «Ελληνικό λεξικό»,Αθήνα : Αρμονία, 1993, ISBN 960-7598-00-8