Μοίρα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η λέξη μοίρα γενικά σημαίνει κάποιο μέρος συνόλου σε αντίθεση του όλου (ολόκληρου). Η λέξη όμως αυτή παρουσιάζεται με πλήθος άλλες έννοιες όπως
- Μοίρα: Κληρονομικό μερίδιο, «νόμιμη μοίρα»,
- Μοίρα: Στρατιωτικό τμήμα, μονάδα,
- Μοίρα: Ναυτικός σχηματισμός,
- Μοίρα: Αεροπορικός σχηματισμός,
- Μοίρα: Το 1/360ο της περιφέρειας κύκλου, ή του Ισημερινού,
- Μοίρα: Το 1/90ο βορείου ή νοτίου γεωγραφικού πλάτους,
- Μοίρα: Μονάδα των ουρανίων συντεταγμένων,
- Μοίρα: Μερίδιο γης,
- Μοίρα: Αξία, εκτίμηση, σε μείζονα, ήσσονα και ισομοιρία.
- Μοίρα: Το πεπρωμένο εκάστου ανθρώπου,
- Μοίρα: Τύχη, περισσότερο σε αναζήτηση,
- Μοίρα: Χωριό της Αχαΐας.
- Επίσης απαντάται στο πληθυντικό Μοίρες ως θεότητες του πεπρωμένου των αρχαίων Ελλήνων (Ελληνική μυθολογία).
Παράγωγα εξ αυτής αντίστοιχα είναι τα ρήματα μοιράζω, μοιραίνω και τα ουσιαστικά Μοιραίος, Μοιραρχία, Μοίραρχος και Μοιραρχικό
Σύνθετες λέξεις με βάση το "μοίρα" είναι το επίθετο καλόμοιρος - ο ή καλομοίρης και το θηλυκό καλομοίρα ως και τα αντίθετα αυτών κακόμοιρος -ο ή κακομοίρης και το θηλυκό κακομοίρα.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν.
Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τη σύνδεση για να δείξετε την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |