Οράριο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το οράριο είναι άμφιο του πρώτου βαθμού της ιεροσύνης, του διακόνου.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό orare = προσεύχομαι. Είναι μακριά ταινία υφάσματος, που φοριέται πάνω από τον αριστερό ώμο, με το ένα άκρο του εμπρός και το άλλο πίσω. Το άκρο του που βρίσκεται εμπρός κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, όταν δέεται. Στο «Πάτερ Ημών», ο διάκονος τυλίγει και τις δύο άκρες του οραρίου στις πλάτες του, για να έχει ευχέρεια κινήσεων κατά τη Θεία Κοινωνία, που ακολουθεί.
Το οράριο συμβολίζει τα φτερά των Αγγέλων, γι' αυτό συνηθίζεται να κοσμείται με αγγέλους-διακόνους, ουράνιες δυνάμεις, ή να γράφεται πάνω του η αρχή του επινίκιου ύμνου που ψάλλουν γύρω από το θρόνο του Θεού: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ...». Επίσης, η μπροστινή πλευρά του, την οποία κρατάει ο διάκονος με το δεξί του χέρι, συμβολίζει την Καινή Διαθήκη, ενώ η άλλη πλευρά του συμβολίζει την Παλαιά Διαθήκη.
Στιχάριο | Οράριο | Επιμανίκια