Ραββίνος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος Ραββίνος ή Ραβίνος προέρχεται από την εβραϊκή λέξη ραβί που σημαίνει «μεγάλος, έξοχος». Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. αποτελούσε τίτλο τιμής αλλά και μορφή προσφώνησης (αντίστοιχος του "Κύριέ μου"), αλλά και από τότε χρονολογείται η χρήση του ως τίτλου αξιώματος (του ατόμου που αποτελεί κρίκο μιας εξουσιοδοτημένης αλυσίδας δασκάλων του Ιουδαϊσμού).
Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται δώδεκα φορές «Ραββί» με την έννοια του "Δασκάλου" και, παρόμοια, δύο φορές «Ραββουνί» (που σημαίνει κατά γράμμα, "Δάσκαλέ μου")[1]. Μία φορά γίνεται η χρήση αυτού του όρου για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. (Ιωάννης 3:26)
Σήμερα έτσι καλείται ο εβραίος ιερέας που προΐσταται της ισραηλιτικής κοινότητας. Ο Ραβίνος τελεί τις θρησκευτικές τελετές των Εβραίων παρ΄ ότι είναι λαϊκός χωρίς ιερατικό αξίωμα, κηρύττει, διδάσκει τα θρησκευτικά στις σχολές και προΐσταται των ιουδαϊκών κοινοτήτων, ερχόμενος σε επαφή με τις πολιτικές Αρχές της χώρας, όπου είναι εγκατεστημένη η κοινότητα. Διορίζεται κατόπιν δοκιμασίας και χειροτονείται.
Ραββινία ή Ραβινία καλείται το αξίωμα του Ραβίνου, η έδρα ή η κατοικία του Ραβίνου.
[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις
- ↑ Στα εδάφια Ματθαίος 26:25, 49· Μάρκος 9:5· 10:51· 11:21· 14:45· Ιωάννης 1:38, 49· 3:2· 4:31· 6:25· 9:2· 11:8· 20:16.
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- The Anchor Bible Dictionary, Τόμος 5, 1992, Εκδ. Doubleday, στην αγγλική.
- Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 2, 1989, Εκδ. Β. & Φ. Ε. Σκοπιά, στην αγγλική.