Συνθήκη του Λονδίνου
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ήταν το αποτέλεσμα της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, που έγινε στο Λονδίνο, για τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού πολέμου.
[Επεξεργασία] Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης και η Πρεσβευτική συνδιάσκεψη
Η εξέλιξη του πολέμου κατέστησε φανερό ότι τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μεταβάλλονταν σημαντικά, πράγμα αντίθετο με την αρχική διακύρηξη των μεγάλων δυνάμεων κατά την αρχή του πολέμου. Τα συμφέροντα που διακυβεύονταν ήταν τεράστια, με τη νέα τροπή που έπαιρνε το Ανατολικό Ζήτημα, και δεν ήταν δυνατόν οι μεγάλες δυνάμεις να μείνουν έξω από τη διευθέτηση των προβλημάτων.
Οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία και Ρωσία) προσφέρθηκαν να μεσολαβήσουν για τον καθορισμό των βαλκανικών συνόρων, με πρόσχημα την κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1912 συνήλθαν οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων στο Λονδίνο για τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης. Παράλληλα με την τελευταία άρχισε τις εργασίες της η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, στην οποία λάμβαναν μέρος οι Πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων υπό την προεδρία του υπουργού εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Έντουαρντ Γκρέυ, και η οποία είχε μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης.
[Επεξεργασία] Η Συνθήκη
Το κείμενο της συνθήκης, το οποίο συντάχθηκε οριστικά από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, προέβλεπε (άρθρο 2) να παραχωρήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνος - Μήδεια, εκτός της Αλβανίας. Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία (άρθρο 3) ανέθεταν στις έξι μεγάλες δυνάμεις τη χάραξη των συνόρων και το διακανονισμό των ζητημάτων που αφορούσαν την Αλβανία και τους παρείχαν τη δυνατότητα (άρθρο 5) να αποφανθούν για την τύχη των νησιών του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης (άρθρο 4) που παραχωρούνταν στην Ελλάδα.
Η συνθήκη δεν πρόλαβε να επικυρωθεί επειδή ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, παρόλα αυτά οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούσαν δεσμευτικούς τους όρους της, που αφορούσαν τα συμφέροντά τους.