Τσαρούχι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
- Για διαφορετικές έννοιες της λέξης "τσαρούχι" βλέπε Τσαρούχι (αποσαφήνιση)
Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα μαζί με τη φουστανέλλα, σαν μέρος της παραδοσιακής στολής των Ευζώνων.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.
Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.
Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρόλ' αυτά, όταν οι εύζωνες αναφέρονται σε αυτό, χρησιμοποιούν τον όρο «τσαρούχι».
[Επεξεργασία] Εκφράσεις
Τα τσαρούχια, αν και χρησιμοποιούνται σήμερα επίσημα (στην Ελλάδα) μόνο από την Προεδρική Φρουρά, ή ως τουριστικά αναμνηστικά είδη (σουβενίρ), έχουν πάρει ήδη τη θέση τους σε δημώδεις εκφράσεις όπως:
- «έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι», κάτι που υποδηλώνει ότι η γλώσσα έγινε σκληρή σαν τσαρούχι σε περιπτώσεις δίψας,
- «μπήκε με τα τσαρούχια» σε προσωπικές επιτυχίες.
- «θα σας πάρουμε με τα τσαρούχια» (θα σας νικήσουμε κατά κράτος).
Επίσης, στην αργκό των ευζώνων η έκφραση «σπάω το τσαρούχι» σημαίνει χτυπάω δυνατά το πόδι μου στο έδαφος, κατά τη διάρκεια του ευζωνικού βηματισμού. Στους δημοτικούς χορούς, η έκφραση «λύγισε τσαρούχι» ή «κάνε τσαρούχι» σημαίνει να λυγίσει κανείς το πέλμα του ποδιού προς τα επάνω (κατά το χαρακτηριστικό σχήμα του τσαρουχιού). Τέλος, στη περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 το τσαρούχι του Έλληνα τσολιά υπήρξε το πιο δημοφιλές θέμα τόσο στις γελοιογραφίες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις όσο και στα ευθυμογραφήματα.