Χρήστης:Ωριγένης/Γραπτά και Μαρτυρίες
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ἕνα πλοῖον ταξιδέβων μὲ ὑπέροχον κερὸν
ἐφνιδίως ἐξοκήλη ἀνοικτὰ τῶν Ἀζορῶν
φοβηθέντες τῶν κηρίων κὲ ἀνήσηχοι κυρίε,
πίπτουν ὅλοι εἰς τὸ κῦμα κὲ τοὺς τρόγουν καρχαρίε.
Ἔνας νέος κὲ μιὰ νέα, ὀρεότατα πεδιά,
φθάνουν κολυμβῶν γενέος εἰς πλησεῖον ἀμουδιὰ
νῆστις ὄντες κὲ διψόντες εἰς τὴν νῆσον ἀφιχθείς,
ἔτρογον καρποῦς τῶν δένδρων κὲ συλάβοντες ἰχθεῖς.
Ζῶντες βίον προτογόνου κὲ ὁ νέος μὲ τὴν κόρη,
κύταζαν κὲ κάπου - κάπου ἐὰν ἔρχετε βαπόρι
ἀλὰ φθάσαντος χειμόνος κὲ μὴ φθάνοντος βαπόρι
ἀπεβίοσεν ὁ νέος κὲ ἀπέθαναιν ἡ κόρη.
Ἀργότερα, ἀργότερα
πλησίασαν δύο κότερα
κι’ ἦρθε κι ἕνα βαπόρη
ματέος ψάχνων για να βρῆ
τὸν νέον κὲ τὴν κόρη.
Κατηραμένη νῆσος, νῆσος τῶν Ἀζορῶν,
ποὺ καταστρέφῃς νέους κὲ θάπτῃς τῶν κορῶν
να πέση τιμορία ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
να λείψης ἀπ' τοὺς χάρτας κὲ τὸν ὀκεανόν.
Ἡ δίκη τοῦ ἐπιδειξίου Κάγκουρα |
Ἔργον δικαστικὸν παρουσιαζόμενον εἰς πρᾶξιν μίαν. (Σκηνικόν: Αἴθουσα Ἱεροεξεταστηρίου φωτειζομένη ὑπὸ κηρίων. Εἰς τὸ βάθος θρόνος τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστοὺ φέροντος ὄνομα πτηνού. Πλαγίως καθέδραι σμικρότεραι τοῦ Ἱεροῦ Κατηγόρου καὶ τοῦ Δημίου Καλογήρου (Bourreau Frocard).) (Εἰσέρχεται ὁ κατηγορούμενος ὀλοφυρόμενος. Παρὰ ταῦτα ἐκ τῆς φύσεώς του χοροπηδών. Ἀκολουθῶσι προσωπικότηται τῆς Παγκοσμίου Ἱστορίας ὡς ὁ Διδερὼ φέροντες τὸ καθῆκον τῆς ὑπερασπίσεως.) Μ. Ἱεροεξεταστής: Κατηγορείσαι διὰ εἰσδοχὴν ἐπὶ τιμίου οἴκου προσευχῆς καὶ καταμόλυνσιν αὐτοῦ διὰ τῆς αἰσχρᾶς παρουσίας σου. Κάγκουρας: (Προσπαθεὶ να ὁμιλήση) Μ. Ἱεροεξεταστής: Σιώπησον! Μόνον οἱ ὑπερασπισταί σου θὰ ὁμιλήσουν. (Κραυγαί, οἰμογαί, διαμαρτυρίαι) Διδερώ: Ἐκλαμπρότατε, ὁ ἐνθάδε κείμενος νεανίας δεν εἶχε σκοπὸν ὅπως μολύνῃ τὸ Ἱερὸν τέμενος. Εἰσῆλθε ἁπλῶς διὰ τὴν ἐκζήτησιν ἐργασίαν κανδηλανάπτου. Ἀποδώσατέ του μίαν εὐκαιρίαν παραμονῆς καὶ θέλει βελτιούμενος φανῇ ἄξιος τῶν ἑτέρων ὑπηρετῶν σᾶς. Μ. Ἱεροεξεταστής: Ἀρκετὰ ἠκούσαμε. Ἅγιε Κατήγορε ὁ λόγος εἰς ὑμᾶς. Ι. Κατήγορος: (Ὀρθοῦται μεγαλοπρεπῶς. Λαμβάνει κηροπήγιον καὶ παρατηρεὶ τὸν ἐπιδειξίαν) Ὤ! Οὐρανοί! Τοιοῦτον ἀποφώλιον τέρας οὐδέποτε ἠντίκρισαν οἱ ὀφθαλμοί μου. Πῶς ἐνετόλμησε να εἰσέλθη ἐν τῷ ἱερωτάτω οἴκῳ, ὅπου μόνον κορασίδαι ἀταύρωται, γόνοι τιμίων οἰκογενειὼν ὑπουργούν; Ἐκμολύνομαι ἀντικρύζων τοιαύτην ἀναισχυντίαν! Καὶ ἀφοῦ οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν δεν τὸν ἔκαυσαν ἅμα τῇ εἰσόδῳ τοῦ, ὀφείλομεν ἡμεῖς να πράξωμεν τὸ θεῖον ἔργον! Θάνατος! Μ. Ἱεροεξεταστής: (Βήσσει καὶ δρέπει τὴν ῥάβδον τοῦ) Ἐν τῷ ἄκρῳ τῆς ῥάβδου μου ἵσταται τὸ πλέον φρικτὸν καὶ ἀνέντιμον πλάσμα ὂν ἐγέννησε ἡ φύσις. Κάγκουρας: Ἐν ποίῳ τῶν ἄκρων Ἐκλαμπρότατε; Μ. Ἱεροεξεταστής: Κραπαταλὲ ἐμμένεις ἀσεβὴς καὶ τὴν ὥραν τῆς κρίσεώς σου! Μὰ ὅταν ἡ ἐγκοπὴ τῆς δρεπάνου ἀγγίξει τὴν μιαράν σου σάρκαν τότε θέλεις μετανοήση οἰκτρῶς, ἀντικρίζων τοὺς δαίμονας τῆς κολάσεως ἐρχομένους να λάβουν τὴν ἀθλίαν σου ψυχήν! Θανατώσατε τὸν! Τίμιε Δήμιε πρᾶξον τὸ σεμνὸν καθῆκόν σου. (Ὁ Δήμιος πλησιάζει τὸν κατάδικον. Τὸν ἁρπάσει ἐκ τῆς οὐραίας καὶ τὸν σύρει εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Οἱ δικασταὶ ἀποχωροῦν παρὰ τῆς δεξιᾶς θύρας. Ὁ Διδερὼ παραμένων ἐπὶ τῆς σκηνῆς δακρυρροεὶ καὶ ἐκ τοῦ βάθους ἀκούγεται ἡ Ὠδὴ πρὸς τὴν Δικαιοσύνην διὰ τὸ ἐπίτακτον καὶ πρέπον τέλος τῶν ἀσεβῶν). |
Ἔρως, θρησκεῖαι καὶ πολιτικὴ ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς Οὐικιπαιδείας |
Δοκίμιον Κοινωνιολογικόν Οἱ ἐνασχολούμενοι μετὰ θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν θεμάτων ἐν τῇ Οὐικιπαιδεία ὁμοιάζωσιν ἐν πολλοῖς μὲ τρυφεροὺς ἐραστὰς τῶν παλαιῶν, ὑπεράγνων καὶ ἁβροτάτων χρόνων. Σπεύδω παραυτόθεν να ἐξηγήσω εἰς τοὺς ἀνυπονοήτους ἀναγνώστας τὴν διασύνδεσιν μεταξὺ τῶν δύο τοιούτων φαινομένων. Ὡς λοιπὸν οἱ ἐρασταί, τὸ πάλαι καὶ οὐχὶ τὸ νῦν καθότι πλέον ἐπεκράτησεν τὸ αἶσχος καὶ ἡ ἀνενδροπία ἐν ταῖς συντροφίαις τῶν ἀνθρώπων, οἷαι ὁδηγήθησαν εἰς τάς καινοφανεῖς μονονυκτίους στάσεις (one night stands) καὶ τάς μίξεις ἐν αἰσχρουργίαις ὀνομάτων παλαιῶν ἀνεπιλήπτων εὐγενῶν ὥσπερ οἱ ἀοίδιμοι Βαρωνέτος φον Μάζοχ καὶ Μαρκήσιος ντε Σαδ (sadomasochism)∙ ὡς λοιπὸν οἱ ἐρασταὶ τὸ πάλαι, οἱ θρησκειογράφοι καὶ πολιτικογράφοι τοῦ ἐγχειρήματος κατατρύχονται ὑπὸ ἀκορέστου πάθους, πάθους δὲ βεβαίως ἀμιάντου καὶ πλατωνικοῦ, τὸ ὁποῖον ἐπιδεικνύωσιν διὰ τὸ ἀγαπημένον των θέμα. Ἐπιπλέον, μιμούμενοι τοὺς μεγάλους ἔρωτας τῆς κλασσικὴς λογογραφίας, τοὺς μὴ ἁπτομένους τῆς σαρκὸς ἀλλὰ τῆς γραφίδος, συγγράφωσιν μακρὰς καὶ τρυφερὰς ἐπιστολὰς ὁ εἷς τῷ ἑτέρῳ ἐκδηλώνοντες τὴν βαθύτητα καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τῶν αἰσθημάτων των. Καὶ ὡς δυνάμεθα να διαπιστώσωμεν ἀναγνῶντες συλλογὰς ἀλληλογραφίας τοῦ προπερασμένου αἰῶνος, ἐβρισκομένας δι’ ὅσους τάς ἐπιθυμοῦν ἐν ταῖς προθήκαις ἀξιοπρεπῶν βιβλιοπωλείων, αἱ ἐπιστολαὶ τῶν φιλητόρων ἦσαν μεσταὶ ὡραίων καὶ τρυφερῶν χαρακτηρισμῶν ὡς ἐπακριβῶς καὶ αἱ ἐπιστολαὶ τῶν ἐνεστηκότων ἀκολούθων των. Ἐνίοτε δὲ συνοδευομένων ὑπὸ ἀναμνηστικῶν δαγεροτυπιών. Ἀλλ’ ἡ τραγωδία τῆς ὁμοιότητος δεν ἐγκλείεται ἐν τοῖς προειρημένοις ἀκολουθεῖ δὲ πιστῶς τὴν μοῖραν τῶν κορυφαίων αἰσθηματικὼν εἰδυλλίων, διότι καθὼς ἐν οὔτοις ἡ σκληρὰ μήτηρ ἢ ὁ δυνάστης πάτριος παρενέβαινον προσπαθοῦντες να διμερίσωσιν τοὺς νεανίας, θεράποντας τοῦ φρενοληστοῦ ἔρωτος, οὕτως καὶ τὴν σήμερον ἀλάστωρες, ἔχοντες τὸ παραιολιστικὸν ὄνομα διαχειρισταί, παρεμβαίνωσιν διακόπτοντες τοὺς ἐρωτοειδεὶς διαλόγους. |
Ἀθάνατα Κλασικὰ |
Ὑψηλαὶ τέχναι Ἑσπέραν τινὰ τοῦ 19ου αἰῶνος ὁ ρομαντικὸς ποιητὴς Σοῦτσος ἀπελάμβανε τὸν καφέ του εἰς τὸ Ζαχαροπλαστεῖον τοῦ Ζαβορίτου παρὰ τῇ πλατεῖᾳ Συντάγματος. Ὁ μέγας Γεώργιος Σουρῆς ἐξήρχετο ἐκ τῆς ὁδοῦ τῶν Φιλελλήνων καὶ παρετήρησε τὸν σοβαρὸν λογογράφον δίχως οὗτος νὰ τὸ ἀντιληφθῆ. Ἐκείνη τὴν στιγμὴν ἐσκέφθη λοιπὸν νὰ τὸν ταράξη ἐφαρμόζων ἕνα μνημειῶδες παίγνιον. Εὑρίσκῃ ἕναν μικρὸν γαυριὰν καὶ τοῦ λέγῃ: - Θέλεις μιὰ δραχμή; Ὁ παῖς ἄνευ ἄλλου ἀπήντησε Ναί. - Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον τὸν σοβαρό, ἐκεῖ κάτω, ποῦ πίνει τὸν καφέ του; Θὰ πᾷς καὶ θὰ τοῦ δώκεις αὐτὸ τὸ σημείωμα, θὰ περιμένεις λίγο νὰ τὸ διαβάσει καὶ μετὰ θ' ἀρχίσεις νὰ τρέχεις πρὸς τὰ ἐδῶ, γιατί ἂν σὲ πιάσει, θὰ σὲ σαπακιάσει στὸ ξύλο. Τοῦ δίδει τὸ σημείωμα, εἰς οἶον εἶχε γράψει: "Στὶς 6 ἀκριβῶς, νὰ πᾷς νὰ #%^%$#". Βαίνει ὁ νεανίας εἰς τὸν Σοῦτσον καὶ τοῦ παραδίδει τὸ γραμματεῖον. Ἀναγινώσκων αὐτὸ ὁ ποιητὴς ἀπολείπει τὸ ρόφημά του καὶ ἐξιστάμενος ἐπιτρέχει ἶνα τὸν συλλάβη. Ἐπὶ τοῦ ὕψους τῆς ὁδοῦ τῶν Φιλελλήνων ἑλίσσεται ὁ παῖς καὶ ἐξαφανίζεται καὶ τότε προβάλει τάχα ἀνήξερος ἔμπροσθέν του ὁ Σουρῆς. - Γιὰ ποῦ ἔτσι βιαστικός; Ἐρωτᾷ δῆθεν ἀφελῶς. - Ξέρεις τί μοῦ ἔδωσε αὐτὸς ὁ μικρός; Ἕνα σημείωμά μοῦ ἔδωσε, ποὺ ἔλεγε στὶς 6 ἀκριβῶς νὰ πάω νὰ #%^%$#. Ὁ Σουρῆς τὸν παραρηρεῖ ἀπαθῶς ἐκβάλλει τὸ ὀρολόγιόν του παρὰ τοῦ θυλακίου τοῦ ὑπενδύτου του καὶ τοῦ λέγει: - Καὶ γιατί βιάζεσαι; Πεντέμιση ἡ ὥρα ἀκόμη! |