Βρέχω
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γενικά το ρήμα βρέχω σημαίνει υγραίνω, διαβρέχω, μουσκεύω κάτι με κάποιο υγρό συνήθως με νερό.
Εκτός όμως της καθορισμένης αυτής σημασίας το εν λόγω ρήμα στις δημώδεις ελληνικές εκφράσεις λαμβάνει πολλές μεταφορικές έννοιες όπως για παράδειγμα: «πήρε τα βρεμένα του κι έφυγε», ή «του τις έβρεξε» ή «σαν βρεγμένη γάτα» ή «πέρα βρέχει...» κ.ά.
Στο τρίτο πρόσωπο ενικού, "βρέχει", σημαίνει βροχόπτωση. Και σ΄ αυτή την περίπτωση η μόνη εξαίρεση ήταν ο γνωστός παλιός στίχος λαϊκού τραγουδιού: "βρέχει φωτιά στη στράτα μου, φωτιά που μ΄ έχει κάψει"!