Εθνικοσοσιαλισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο εθνικοσοσιαλισμός ή ναζισμός' είναι πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά την δεκαετία του 1920 και το οποίο το 1933 οδήγησε στην καθιέρωση δικτατορικού καθεστώτος, ιδεολογικά βασιζόμενο στην φυλετική ιδέα. Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει την βάση του στην αρνητική στάση απέναντι στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά και απέναντι στον κομμουνισμό. Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ στους κύριους στόχους ανήκει η αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι σκληροί όροι της οποίας θεωρήθηκαν μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ταπεινωτικοί από τους Γερμανούς. Επίσης στους κύριους σκοπούς ανήκει η αντικατάσταση του μισητού δημοκρατικού συστήματος με καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικαφαλή τον Φύρερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και στο ολοκαύτωμα στα στρατόπεδα εξόντωσης.
[Επεξεργασία] Ο όρος
Ο όρος του εθνικοσοσιαλισμού (γερμ. Nationalsozialismus) χρησιμοποιήθηκε από τους ίδιους του εθνικοσοσιαλιστές για να χαρακτηρίσουν το κίνημα, ενώ ο όρος ναζισμός, o οποίος στην Γερμανία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια (οι εθνικοσοσιαλιστές δεν τον χρησιμοποιούσαν καν), προέρχεται από την αγγλική λέξη nazism, η οποία με το μέρος της έχει την ρίζα της στην συντόμευση της γερμανικής λέξης Nationalsozialismus (εθνικοσοσιαλισμός). Σαν όρος, ο εθνικοσοσιαλισμός βρίσκει την βάση του στο πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος από το 1920, το οποίο υποστηρίζει μια εν μέρει σοσιαλιστική κοινωνία.
Μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ ο όρος του εθνικοσοσιαλισμού υιοθετήθηκε από την κατοπινή Δυτική Γερμανία, ενώ στην Ανατολική Γερμανία, όπως και στην ΕΣΣΔ καθιερώθηκε ο όρος του φασισμού (Hitlerfaschismus). Ως ναζί χαρακτηρίζονται οι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού κινήματος.
[Επεξεργασία] Κύρια χαρακτηριστικά του εθνικοσοσιαλισμού
Δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο υπήρξε μια ενιαία εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Χανς Φρανκ (γενικός διοικητής της κατεχόμενης Πολωνίας) κατέθεσε στις δίκες της Νυρεμβέργης ότι υπήρξαν σε αριθμό τόσοι εθνικοσοσιαλισμοί, όσο υπήρξαν και εθνικοσοσιαλιστές. Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, αφού είναι άγνωστο εάν ο εθνικοσοσιαλισμός θα επιβίωνε χωρίς τον Φύρερ, τον κεντρικό πυρήνα δηλαδή, γύρω από τον οποίο είχε χτιστεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Ως κύρια χαρακτηριστικά μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
- Ρατσισμός, κυρίως αντισημιτισμός, ο οποίος οδήγησε στο ολοκαύτωμα, όπως και η εξύμνηση της "άριας και γερμανικής φυλής".
- Ευθανασία και "φυλετική υγιεινή" όπως και η πίστη στην αναβάθμιση της γερμανικής φυλής μέσω καλλιέργειας.
- Συγγένεια με τον φασισμό, η οποία μεταξύ άλλων φαίνεται και στην σκηνοθέτηση προπαγανδιστικών διοργανώσεων.
- Αντίθεση με μαρξισμό, κομμουνισμό, μπολσεβικισμό και καπιταλισμό.
- Απολυταρχισμός – Άρνηση της δημοκρατίας συνθλίβοντας πολιτικά κόμματα, συνδικάτα και ελεύθερου τύπου.
- εκτενής δύναμη για τις μυστικές υπηρεσίες και τους πληροφοριοδότες. (βλ. Gestapo).
- Σύστημα Φύρερ – Συγκέντρωση της εξουσίας σε μια κεντρική ηγετική προσωπικότητα καθώς επίσης και ανάλογη ιεραρχική συνέχεια προς τα κάτω (ιεραρχική πυραμίδα).
- Μιλιταρισμός
- Ιδεολογία της Volksgemeinschaft, της εθνικής και βιολογικής ενότητας δίχως κοινωνικό αγώνα.
- Πολιτική ζωτικού χώρου, απαίτηση ζωτικού χώρου στην ανατολή, υπεράσπιση "αίματος και χώματος"
- Πρωσικές αρετές και το φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού.
Όπως και ο φασισμός στην Ιταλία, τον οποίο ο ίδιος ο Μουσολίνι χαρακτήριζε ως "συγχώνευση του κεφαλαίου και του κράτους", έτσι και οι εθνικοσοσιαλιστές υποστηρίχθηκαν οικονομικά από γερμανούς όπως επίσης και ξένους επιχειρηματίες ως πρόχωμα ενάντια στο μπολσεβικισμό.
Ο γερμανικός αντισημιτισμός προήλθε από διαφορετικές και εν μέρη αντιφατικές κοινωνικές κατευθύνσεις. Βάσει αυτών, οι Εβραίοι είχαν την ευθύνη για οποιοδήποτε κοινωνική κρίση, όπως την ανεργία, την αστικοποίηση, την ερήμωση της επαρχίας, κλπ. Μια εθνικοσοσιαλιστικής προελεύσεως θεωρία συνωμοσίας τους παρουσίαζε ως υπαίτιους του σοβιετικού μπολσεβικισμού όπως συγχρόνως και του θανάσιμου εχθρού του, της αγγλοαμερικανικής κεφαλαιοκρατίας, κοινός στόχος των οποίων ήταν η σύνθλιψη της Γερμανίας.
Γενικώς οι Εβραίοι θεωρούνταν αποσυνθετικό στοιχείο για την κοινωνία, καθώς επίσης και κατωτέρα φυλή.
Ο όρος της φυλής αποτελούσε κεντρική έννοια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Τέθηκε ως αίτημα η "ανωτερότητα της άριας φυλής", η οποία έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτεί από την ανάμειξη με άλλες φυλές που θα αποτελούσε "επιβλαβή επιρροή". Η ανάγκη αυτή για την συντήρηση της αποκαλούμενης "αγνότητας του αίματος" στάθηκε λόγος για τους νόμους της Νυρεμβέργης, οι οποίοι απαγόρευαν τον γάμο μεταξύ Γερμανών και "κυρίως διαφορετικής φυλής" ξένων. Η στείρωση ψυχικά ασθενών και εγκληματιών, είχε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους τον στόχο του περιορισμού μετάδοσης ανεπαρκών γονιδίων.
Συγχρόνως αναπτύχθηκε πολεμική βιομηχανία, πρώτα κρυφά, αργότερα φανερά. Στόχος του Χίτλερ όπως και άλλων υψηλών εθνικοσοσιαλιστών ήταν μια σειρά από επιθετικούς πολέμους, αφού οι οπλισμένες δυνάμεις (Wehrmacht) θα ήταν αρκετά ισχυρές. Σχεδίαζαν να απομονώσουν διάφορες χώρες κατά σειρά και κατόπιν να τις εξουδετερώσουν. Όσον αφορά τον τελικό στόχο των πολέμων αυτών, οι απόψεις διαφέρουν: Ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης και της δυτικής ΕΣΣΔ μέχρι την γραμμή Αρχαγκέλσκ-Καύκασο-Ουράλια και τον εποικισμό με γερμανικούς πληθυσμούς, άλλοι θεωρούν ότι ο Χίτλερ είχε στόχο την παγκόσμια κυριαρχία.
Η γερμανική κυριαρχία στις κατεχόμενες περιοχές θα ενισχύονταν με τον διωγμό των ανεπιθύμητων αυτοχθόνων πληθυσμών.
[Επεξεργασία] "Κατάληψη" της εξουσίας
Αφού στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα απέτυχε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Χίτλερ ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον συνασπισμό με το Γερμανοεθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP). Σαν πρόεδρο του ισχυρότερου κόμματος της βουλής, ο πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ είχε διορίσει τον Χίτλερ πέντε εβδομάδες νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου, καγκελάριο της Γερμανίας. Αν και οι εθνικοσοσιαλιστές κοινοποίησαν την ημέρα αυτή ως ημέρα της "κατάληψης της εξουσίας", η διαδικασία δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη αλλαγή της κυβέρνησης. Η κατάσταση άλλαξε με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου. Οι εθνικοσοσιαλιστές δήλωσαν ότι επρόκειτο για προσπάθεια επανάστασης των κομμουνιστών και με αναγκαστικό διάταγμα βάση του άρθρου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέκτησαν την επόμενη κιόλας μέρα την δύναμη να καταργήσουν τα εγγυημένα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτικών τους αντιπάλων (ειδικά των κομμουνιστών) και να τους καταδιώξουν.
Την απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας πέτυχαν με τον "Εξουσιοδοτικό νόμο" (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου, ο οποίος έπρεπε να ψηφιστεί από τουλάχιστον τα δυο τρίτα της βουλής. Με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και την σύλληψη πολλών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, ο Χίτλερ κατάφερε με την βοήθεια του συντηρητικού Zentrum και του εθνικιστικού DNVP να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Ο "Εξουσιοδοτικός νόμος" παραχώρησε όλη την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από κοινοβούλιο και πρόεδρο. Με άλλα λόγια, το κοινοβούλιο επέτρεψε την ενοποίηση της εκτελεστικής δύναμης με την νομοθετική και με τον τρόπο αυτό έγινε περιττό. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στην Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, γνωστή και ως εποχή του "Τρίτου Ράιχ".