Ράιχσταγκ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Ράιχσταγκ (γερμ. Reichstag) είναι το κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου στο Βερολίνο. Το κτίριο έχει πλούσια ιστορία, παράλληλη με την άνοδο της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Ξεκίνησε να σχεδιάζεται το 1871 από την γερμανική βουλή. Εγκαινιάστηκε το 1884. Σε αυτό το κτίριο ανεκήρυξε ο σοσιαλδημοκράτης Φίλιπ Σάιντεμαν στις 9 Νοεμβρίου 1918 την πρώτη γερμανική δημοκρατία χωρίς μονάρχη.
Το 1933 κάηκε σε ένα γεγονός με μεγάλη συμβολική σημασία, μάλλον από εθνικοσοσιαλιστές (ναζί) με στόχο να ρίξουν την ευθύνη στους κομμουνιστές. Οι ναζί φρόντισαν να ισχύει η θανατική ποινή για εμπρησμό, ο νόμος είχε μάλιστα αναδρομική ισχύ. Έτσι ο Ολλανδός Marinus van der Lubbe που συνελήφθη για την πράξη καταδικάστηκε σε θάνατο.
Εξωτερικά επιδιορθώθηκε εν μέρει και ήταν μέσα στα σχέδια του Χίτλερ για την διοικητική ζώνη που ήθελε να φτιάξει με την ονομασία Παγκόσμια Πρωτεύουσα Γερμανία (Welthauptstadt Germania). Άλλα σχέδια για την περιοχή ήταν μια γιγαντιαία Αψίδα του Θριάμβου στην θέση της Πύλης του Βρανδεμβούργου, η Αίθουσα του Λαού (Volkshalle) με χώρο για 180.000 άτομα κ.ά.
Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όμως υπέστη ακόμα περισσότερες ζημιές. Κατά την διάρκεια της κομμουνιστικής κυριαρχίας στην Ανατολική Γερμανία, επιδιορθώθηκε εν μέρει και χρησιμοποιήθηκε ως μουσείο. Ο γνωστός θόλος του κτιρίου ανατινάχτηκε το 1954 για να ελαφρύνει την υπόλοιπη δομή.
Το 1991 μετά την επανένωση των Γερμανιών, αποφασίστηκε η μεταφορά της Βουλής από την Βόννη στο Βερολίνο. Στέγη της Βουλής θα γινόταν πάλι το Ράιχσταγκ. Μετά από διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, επιλέχθηκε ο Σερ Νόρμαν Φόστερ για την ανακατασκευή του κτιρίου. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του νέου σχεδίου είναι ο διαφανής θόλος, σύμβολο της διαφάνειας στην νέα Γερμανία.
Από το 1999 που εγκαινιάστηκε το κτίριο εως σήμερα, 18 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν επισκεφτεί το κτίριο για να θαυμάσουν τον θόλο και το μικρό μουσείο που έχει δημιουργηθεί μέσα σε αυτόν.