Ηλεκτρική αντίσταση
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ηλεκτρική αντίσταση (Αγγλ. electrical resistance) είναι ένα ηλεκτρολογικό/ηλεκτρονικό εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα κυκλώματα για τον έλεγχο της ροής του ρεύματος. Η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής αντίστασης στο Διεθνές σύστημα μονάδων (SI) είναι το Ωμ (Αγγλ. Ohm), το οποίο συμβολίζεται ως (Ω) και πήρε την ονομασία αυτή από τον Γερμανό φυσικό Γκέοργκ Ωμ (Georg Ohm). O Georg Ohm διατύπωσε τον νόμο του Ohm, ο οποίος αναφέρει ότι η αντίσταση (R) ενός αντικειμένου μπορεί να δοθεί αριθμητικά εάν διαιρέσουμε την διαφορά δυναμικού (V) που εφαρμόζεται στα άκρα του αντικειμένου προς την ένταση του ρεύματος (A) που το διαρρέει. Ο συλλογισμός αυτός μπορεί να δοθεί μαθηματικά με τον παρακάτω τύπο:
όπου:
R: Η αντίσταση που εμφανίζει το αντικείμενο (σε ohms)
V: Η διαφορά δυναμικού/τάση που εφαρμόζεται στα άκρα του αντικειμένου (σε volts)
I: Η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το αντικείμενο (σε amperes)
Το δυαδικό μέγεθος της ηλεκτρικής αντίστασης είναι η Ηλεκτρική Αγωγιμότητα, η οποία ορίζεται ως το αντίστροφο της αντίστασης.
Συχνές συνδεσμολογίες αντιστάσεων που συναντά κανείς στα ηλεκτρικά / ηλεκτρονικά κυκλώματα είναι η σύνδεση αντιστάσεων σε σειρά και η σύνδεση αντιστάσεων παράλληλα. Η πρώτη συνδεσμολογία ονομάζεται Διαιρέτης Τάσης, ενώ η δεύτερη ονομάζεται Διαιρέτης Ρεύματος.
[Επεξεργασία] Δείτε Επίσης
- Για τον νόμο του Ωμ δείτε στο άρθρο: Νόμος του Ωμ.
- Για τη μονάδα μέτρησης δείτε στο άρθρο: Ωμ (μονάδα μέτρησης).
- Δείτε επίσης: Γκέοργκ Ωμ.