Κυπριανός Καρχηδόνας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus) ήταν εκκλησιαστικός συγγραφέας και επίσκοπος Καρχηδόνας.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Βίος
Γεννήθηκε ανάμεσα στα έτη 200-210 στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την τέχνη της ρητορικής και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη γενέτειρά του.
Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε ειδωλολάτρης και έζησε έντονα, μέχρι τη στιγμή που γνώρισε τον πρεσβύτερο Καικίλιο (Ιερώνυμος, De Viris Illustribus, 68) ή Καικιλιανό (Πόντιος, Vita Cypriani, 4). Σε αυτόν όφειλε τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό.
Ύστερα από πιέσεις των συμπατριωτών του, νεοφώτιστος ακόμα Χριστιανός, αποδέχθηκε τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο και σε σύντομο χρονικό διάστημα εκλέχτηκε επίσκοπος Καρχηδόνας προς τα τέλη του έτους 248 ή τις αρχές του 249.
Από τα τέλη του έτους 249 μέχρι το 251 η Εκκλησία γνώρισε τον σκληρό διωγμό του Δέκιου. Ο Κυπριανός, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν προς το πρόσωπό του οι Εθνικοί, προτίμησε να αποσυρθεί σε ένα καταφύγιο κοντά στην Καρχηδόνα και από εκεί να ποιμαίνει το λαό του.
Η πατρική αγάπη και η ποιμαντική μέριμνα προς το λαό του, πνευματική και υλική, η σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών του, η εμμονή στην παράδοση και η ορθοπραξία του προσέδωσαν μεγάλο κύρος στον ιερό Πατέρα και έτσι καταξιώθηκε στη συνείδηση των Χριστιανών της Καθολικής Εκκλησίας.
Η λήξη του διωγμού σήμανε και την έναρξη των προβλημάτων, είτε αυτά αφορούσαν την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας είτε σοβαρά ποιμαντικά ζητήματα. Ένα τέτοιο οξύ πρόβλημα, που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί, ήταν εκείνο που αφορούσε την επιστροφή των πεπτωκότων (lapsi) στους κόλπους της Μητέρας Εκκλησίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν όσοι Χριστιανοί προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού. Αυτοί χαρακτηρίσθηκαν ως θυσιάσαντες (sacrificati - thurificati). Υπήρχε όμως και η κατηγορία εκείνων, οι οποίοι δεν τέλεσαν θυσιαστική πράξη. Αυτοί, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό, προσκόμισαν έγγραφα από τους Ομολογητές, τα οποία, εκτός του ότι βεβαίωναν τη μη τέλεση της θυσίας, επείχαν και τη θέση αφέσεως (libelli). Όσοι είχαν εξασφαλίσει τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως λιβελλοφόροι (libellatici).
Οι απόψεις των εκκλησιαστικών ανδρών για την επάνοδο των πεπτωκότων στην Εκκλησία ήταν διχασμένες. Οι αυστηρότερες ομάδες απέκλειαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ οι ίδιοι οι πεπτωκότες αποζητούσαν λύσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Πίστευαν πως για την επάνοδό τους αρκούσε η προσκόμιση αφέσεων (libelli) από τους Ομολογητές. Ο Κυπριανός ήταν υπέρ της άποψης να εκδηλώσουν οι θυσιάσαντες την ειλικρινή, μακρά και έμπρακτη μετάνοιά τους στο σώμα της Εκκλησίας. Επίσης, διαφωνούσε με την αντιεκκλησιαστική πρακτική της παροχής των αφέσεων από τους Ομολογητές. Το αδιέξοδο ήταν προφανές και ο άγιος συγκάλεσε το έτος 251 Σύνοδο στην Καρχηδόνα, προς εξεύρεση λύσης. Η Σύνοδος αποδέχθηκε τις απόψεις του Κυπριανού και έτσι δόθηκε λύση στο πρόβλημα.
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που δεν αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και λειτούργησαν σχισματικά. Έτσι, δημιουργήθηκε μία ομάδα αντιφρονούντων από πέντε πρεσβυτέρους και το διάκονο Φηλικίσσιμο, η οποία εξέλεξε επίσκοπο τον Φορτουνάτο. Μία άλλη ομάδα, μοντανιστικών τάσεων, εξέλεξε ως επίσκοπο τον Μάξιμο. Ο Κυπριανός, όμως, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και στις αποφάσεις της Συνόδου, γεγονός που τον καταξίωσε στη συνείδηση της Εκκλησίας.
Το έτος 254 ανέκυψε το πρόβλημα του αναβαπτισμού των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας το έθος της βορειοαφρικανικής Εκκλησίας, αλλά και εκείνων της Μικράς Ασίας, αναβάπτιζε τους αιρετικούς που επέστρεφαν στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας και δεν είχαν τελέσει πρωτύτερα κανονικό βάπτισμα σε αυτήν. Το ίδιο έπραττε και στην περίπτωση εκείνων, που είχαν τελέσει βάπτισμα μέσα στις σχισματικές Εκκλησίες. Αντίθετη ήταν η άποψη του επισκόπου Ρώμης Στέφανου, ο οποίος θεωρούσε έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών. Υποστήριζε, μάλιστα, πως αρκούσε για την επάνοδό τους η επίθεση των χειρών.
Για το θέμα αυτό συνήλθαν τρεις Σύνοδοι στην Καρχηδόνα. Η πρώτη το έτος 255 με τη συμμετοχή 31 επισκόπων και οι άλλες δύο μέσα στο έτος 256, στις οποίες συμμετείχαν 71 επίσκοποι την πρώτη φορά και 87 επίσκοποι τη δεύτερη. Οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων δικαίωσαν την πρακτική και τη στάση του αγίου Κυπριανού. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Στέφανο Ρώμης και αφόρισε τον άγιο, χωρίς όμως να προλάβει να λάβει κανονική ισχύ η καταδικαστική απόφαση.
Από το έτος 256 άρχισαν και πάλι οι διώξεις κατά των Χριστιανών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στο χωριό Κούρουβη. Ύστερα από ένα έτος επανέκαμψε στην έδρα του, αλλά και πάλι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο μαρτύριο με αποκεφαλισμό (14 Σεπτεμβρίου 258).
Ο άγιος παρέδωσε το πνεύμα του, αφού πρώτα δήλωσε με παρρησία, μπροστά στον Ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο, τη χριστιανική του ιδιότητα και την άρνησή του να προδώσει τους Χριστιανούς που κρύβονταν για να γλιτώσουν από το θάνατο. Εμπιστεύτηκε τα ιερά άμφια στους διακόνους του, προσευχήθηκε γονατιστός και πρόσφερε 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιό του ως φιλοδώρημα.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Οκτωβρίου και από τη Ρωμαιοκαθολική στις 16 Σεπτεμβρίου.
[Επεξεργασία] Έργα
Το συγγραφικό έργο του Κυπριανού Καρχηδόνας αποτελείται από επιστολές και σύντομες περιστασιακές πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα.
- Ad Donatum (Προς το Δονάτο), CCL III, A (1976) και SCh 291(1982).
- Quod idola dii non sint (Γιατί τα είδωλα δεν είναι θεοί), CSEL III, 1.
- De habitu virginum (Περί της ενδυμασίας των παρθένων), CSEL III, 1.
- Testimoniarum libri III ad Quirinum (Μαρτυριών τρία βιβλία προς τον Κυρίνο), CCL III (1972).
- De Lapsis (Περί των Πεπτωκότων), CCL III (1972).
- De Catholicae Ecclesiae unitate (Περί της ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας), SCh 9(1942) και CCL III (1972). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπονήθηκε από τον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, De Catholicae Ecclesiae Unitate, επιστολαί 73, 66, 46, 74, 10, 70 (Μετάφρασις εκ του λατινικού μετ’ εισαγωγής), Αθήναι 1968.
- De mortalitate (Περί του θανάτου), CCL III, A (1976).
- De Domenica Oratione (Περί της Κυριακής Προσευχής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπόνησε ο Δ. Μενάγιας, Ευαγγελικός Κήρυξ 9(1865) και ο Αρχιμ. Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί υποθήκαι περί της Κυριακής προσευχής (De Domenica Oratione). Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2003.
- De opere et eleemosynis (Περί έργων και ελεημοσύνης), CCL III A (1976).
- Ad Demetrianum (Προς το Δημητριανό), CCL III A (1976) και SCh 467(2003).
- De bono patientiae (Περί του αγαθού της υπομονής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 7(1863) και ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί Υποθήκαι περί του αγαθού της υπομονής (De bono patientiae), Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2004.
- Ad Fortunatum (Προς το Φορτουνάτο), CCL III (1972).
- De zelo et livore (Περί ζήλιας και φθόνου), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 1(1857).
Διασώθηκε επίσης ένα corpus, αποτελούμενο από 81 Επιστολές. Από αυτές, οι 65 γράφτηκαν από τον ιερό Πατέρα, ενώ οι 16 είχαν ως αποδέκτη είτε τον άγιο είτε το πλήρωμα της καρχηδονικής Εκκλησίας. Βλ. την έκδοσή τους στον L. Bayard, Saint Cyprien, Correspondance, I - II, Paris 1961-1962. Την ελληνική μετάφραση, μερικών από αυτές, βλ. στον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, ό. π., Αθήναι 1968.
[Επεξεργασία] Διδασκαλία
Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας είναι ο πρώτος Πατέρας και Διδάσκαλος της δυτικής Εκκλησίας. Με τη νηφαλιότητα του χαρακτήρα του και το ειρηνικό ενωτικό του πνεύμα, απέκτησε οικουμενική αποδοχή από το σώμα της Εκκλησίας. Η εμμονή του στο ζήτημα της ενότητας και μοναδικότητας της Καθολικής Εκκλησίας, της αγιοπνευματικής και σωτηριολογικής σπουδαιότητας του μυστηρίου του βαπτίσματος, της αληθινής μετάνοιας και της αποδοχής τής παράδοσης, αποτέλεσαν ουσιαστική θεολογική συμβολή όχι μόνο κατά τον Γ΄ αιώνα, αλλά και στη σύγχρονη πορεία της Εκκλησίας.
Η θεολογική σκέψη του Κυπριανού δεν ήταν μόνο συνταυτισμένη με την εκκλησιολογία του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, αλλά αποτελούσε και δυναμική επέκταση αυτής. Οι διακηρύξεις του για τη μοναδικότητα της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος, το οποίο εγγυάται την ενότητα και την καθολικότητά της, εδράζονταν στα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος, απευθυνόμενος προς τον Απόστολο Πέτρο, ομίλησε για την οικοδόμηση Μίας Εκκλησίας υπό έναν ποιμένα (Ματθ. 16, 17-18). Όπως η ευαγγελική αλήθεια δεν καλλιέργησε κανένα προσωπικό - πέτρειο πρωτείο εξουσίας ή δικαιοδοσίας στο μυστήριο της οικοδόμησης της Εκκλησίας, κατά τον ίδιο τρόπο και η διδασκαλία του αγίου απώθησε αυτή την ερμηνεία. Ο Κυπριανός, με ιδιαίτερη προσοχή και σαφήνεια, δίδαξε στο πλήρωμα της Εκκλησίας την ισοτιμία των Αποστόλων.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου, η αναφορά του Κυρίου στον Απόστολο Πέτρο καταδεικνύει τη διασφάλιση της μοναδικότητας και της αδιαίρετης ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι, μολονότι υπάρχουν πολλές τοπικές Εκκλησίες - Επισκοπές, με ταγούς τους ισόκυρης τιμής και πνευματικής δύναμης ποιμένες - επισκόπους τους, ουσιαστικά πρόκειται για τη Μία αδιαίρετη Εκκλησία - Επισκοπή υπό έναν ποιμένα - επίσκοπο: "Super unum aedificat ecclesiam et, quamuis apostolis omnibus post resurrectionem suam parem potestatem tribuat… unitatis eiusdem originem ab uno incipientem sua auctoritate disposuit. Hoc erant utique et ceteri apostoli quod fuit Petrus, pari consortio praediti et honoris et potestatis, sed exordium ab unitate proficiscitur ut ecclesia Christi una monstretur… Episcopatus unus est cuius a singulis in solidum pars tenetur. Ecclesia una est in moltitudinem latius incremento fecunditatis extenditur", De Ecclesiae Catholicae unitate, 4-5.
Ο άγιος Κυπριανός υποστήριξε πως οι αιρέσεις και τα σχίσματα ήταν έργα του Αντιχρίστου, που οδηγούσαν στη διαίρεση της Εκκλησίας. Οι βασικές αυτές εκκλησιολογικές θέσεις δεν άφηναν περιθώρια για ανάπτυξη πρωτείων μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Σύμφωνα με τον άγιο, ένα ήταν το μόνο γνήσιο και αποδεκτό πρωτείο της Εκκλησίας και αυτό ήταν η αλήθεια της. Συνεπής σε αυτή τη διδασκαλία του, ο Κυπριανός δεν αναγνώριζε πρωτείο δικαιοδοσίας (primatum jurisdictionis) επί των άλλων τοπικών Εκκλησιών στο Ρωμαίο επίσκοπο. Ούτε συγκατένευσε στην αποδοχή του τίτλου επίσκοπος των επισκόπων: "neque enim quisquam nostrum episcopum se episcoporum constituit", που ήθελε να επιβάλει για λογαριασμό του ο επίσκοπος Ρώμης Στέφανος.
Ο ιερός Πατέρας υποστήριξε τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, το οποίο, μάλιστα, υιοθέτησε εμπράκτως στην ποιμαντική του διακονία. Διακήρυξε, επίσης, ότι η εκλογή των επισκόπων και η χειροτονία των πρεσβυτέρων και διακόνων πρέπει να γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη, αλλά και με τη συμμετοχή όλου του σώματος της τοπικής Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Υπολόγιζε, μάλιστα, ιδιαιτέρως, τον παράγοντα του λαϊκού στοιχείου στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Έτσι, είτε επρόκειτο για κάποια νέα χειροτονία είτε για εκδίκαση κάποιου παραπτώματος ενός ιερέα, ο Κυπριανός λάμβανε σοβαρά υπόψη του τη γνώμη του λαού. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι στις συνοδικές συνεδριάσεις συμμετείχε και το λαϊκό πλήρωμα της Εκκλησίας.
Ο άγιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος ενσωματώνεται στο αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας με το άγιο βάπτισμα. Οφείλει όμως να αγωνιστεί για την παραμονή του σε αυτό, γιατί έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας του. Συνεπής προς αυτές τις βασικές εκκλησιολογικές και σωτηριολογικές του θέσεις, δεν αναγνώριζε το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών, αλλά ούτε και εκείνο που τελούνταν μέσα στους κόλπους των σχισματικών ομάδων. Στη σκέψη του πρυτάνευε η κανονική τέλεση του Μυστηρίου από ιερέα της Μίας και μοναδικής, γνήσιας και Αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Πίστευε, πως εκείνοι που δε βρίσκονταν σε κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία δεν κατείχαν την αλήθεια της και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να τους αναγνωριστεί εγκυρότητα Μυστηρίων. Ο βαπτισμένος πρέπει να χρίεται, για να είναι ο κεχρισμένος του Θεού και να έχει τη χάρη του Χριστού.
Ο Κυπριανός δίδαξε πως η θεία ευχαριστία είναι το αληθινό σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού. Το Μυστήριο είναι τέλειο, όταν ο άρτος και ο οίνος αναμιγνύονται και ενώνονται, εικονίζοντας το σύνδεσμο των πιστών με τον Κύριο. Η τέλεση του Μυστηρίου πρέπει να γίνεται το πρωί, επειδή δια της θυσίας εορτάζεται και η Ανάσταση του Κυρίου, που έγινε πρωί. Ο Χριστιανός οφείλει να προσέρχεται με καθαρή συνείδηση στη θεία ευχαριστία, εξομολογούμενος τις αμαρτίες του, για να μη προσφέρει βία στο σώμα και το αίμα του Χριστού.
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Ι. Φωκυλίδη, "Ο άγιος Κυπριανός", Πάνταινος 18(1926), 416-427, 438-446
- Β. Ψευτογκά, "Κυπριανός. Ο Καρχηδόνος (Caecilius Cyprianus)", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 7(1965), 1099-1112
- Ιω. Ζηζιούλα, Μητροπ. Περγάμου, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, Αθήνα 1990²
- Απ. Γλαβίνα, Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην προκωνσταντίνεια εποχή, Κατερίνη 1992, 161-200
- J. Colson, L' évêque, lien d' unité et de charité chez saint Cyprien de Carthage, Raris 1961
- M. A. Fahey, Cyprian and the Bible, a study in third century exegesis, Tübingen 1971
- P. Hinghliff, Cyprian of Cartage and the unity of the Christian Church, London 1974
- C. Tibiletti, "Ascetismo e storia della salvezza nel De habitu virginum di Cipriano", Augustinianum 19(1979), 431-442
- P. A. Gramaglia, "Cipriano e il primato romano", Rivista di Storia e Lettteratura Religiosa 28(1992), 185-213
- N. Afanassieff, "The Church which presides in love", The Primacy of Peter. Essays in Ecclesiology and the Early Church, SVS Press, Crestwood 1992², 91-143
- G. D. Dunn "Infected Sheep and diseased cattle, or the pure and Holy Flock: Cyprian’s Pastoral care of Virgins", Journal of Early Studies 11:1(2003), 1-20
- Φ. Σ. Ιωαννίδη, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Συγγραφείς και Πατέρες της Δύσης (Β΄–ΣΤ΄ αι.), Τόμος Α΄, έκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, 34-42.