Λύρα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
H λύρα ήταν έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαιότητας, το οποίο συνόδευε την απαγγελία στίχων. Αν και γενικά πιστευόταν ότι την κατασκεύασε πρώτος ο θεός Απόλλωνας, σύμφωνα με τη μυθολογία, εφευρέτης της θεωρείται ο θεός Ερμής. Οι αρχαίοι τιμούσαν ιδιαίτερα τη λύρα, γιατί τη θεωρούσαν ευγενές όργανο. Αρχικά είχε 7 ή 8 χορδές, η καθεμιά από τις οποίες είχε κι ένα ιδιαίτερο όνομα. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό και παιζόταν με τα χέρια, χωρίς δοξάρι. Ο ήχος της έμοιαζε με αυτόν της κιθάρας, αν και ήταν ξερός. Αργότερα εμφανίστηκαν και εννιάχορδες λύρες.
Σήμερα η λύρα χρησιμοποιείται ως μουσικό όργανο σε διάφορα ελληνικά μέρη, όπως η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, ιδιαίτερα στη Κάσο και την Κάρπαθο. Στη Ρόδο παίζεται η βιολόλυρα, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης έχουν την πολίτικη λύρα και τέλος οι Πόντιοι χρησιμοποιούν διαφορετική σε κατασκευή λύρα που λέγεται και κεμεντζές. Οι νεότερες λύρες διαφέρουν σε σχέση με την αρχαία λύρα. Έχουν 3 χορδές και μοιάζουν με απίδι, με εξαίρεση τον κεμεντζέ των Ποντίων που έχει μακρόστενο σχήμα. Έχουν ομοιότητα με το βιολί, καθώς παίζονται με δοξάρι και συνήθως με συνοδεία άλλων οργάνων, όπως λαούτο, νταούλι κτλ.