Σαρκοφάγος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος σαρκοφάγος δηλώνει τη θήκη, μέσα στην οποία τοποθετούσαν το σώμα του νεκρού για να ταφεί. Διαφοροποιείται από τη λάρνακα, την κιβωτιόσχημη κάλπη όπου εναπόθεταν τα οστά ή την τέφρα του νεκρού, την ταφική υδρία, όπου εναπόθεταν την τέφρα του νεκρού, και το φέρετρο, που χρησιμοποιείται από τον Όμηρο για να περιγράψει την κλίνη στην οποία εναπόθεταν τη σορό του νεκρού πριν οδηγηθεί στον τόπο ταφής.
Οι σαρκοφάγοι κατασκευάζονταν από πέτρα, μέταλλο, ξύλο και πηλό και ήταν πλούσια διακοσμημένες με ζωφόρους και ανάγλυφα. Πολυτελείς και μνημειακές σαρκοφάγοι χρησιμοποιήθηκαν ως φέρετρα από τους βασιλιάδες και τους αξιωματούχους σε διάφορους πολιτισμούς. Στην Αίγυπτο, οι μνημειακές λίθινες σαρκοφάγοι έγιναν γνωστές από το πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ.. Στην μινωική Κρήτη αφθονούν οι πήλινες σαρκοφάγοι σε σχήμα λουτήρα ή κιβωτιόσχημες με γραπτά σχέδια. Έχουν βρεθεί ίχνη από ξύλινες σαρκοφάγους και ένα μοναδικό δείγμα σαρκοφάγου από ασβεστόλιθο, η γνωστή σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, γεμάτη από ζωγραφικές παραστάσεις που μας δίνουν πληροφορίες για τη λατρεία της μινωικής Κρήτης. Η σπουδαιότητα των ταφικών αυτών κατασκευών συνδεόταν συχνά με το γεγονός ότι εκεί φυλάσσονταν τα λείψανα διακεκριμένων προσώπων.