Καμπύλη Φίλλιπς
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οποιοσδήποτε παρατηρήσει δύο μεγέθη της οικονομίας, την ανεργία και τον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα, θα υποψιαστεί ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ τους.
Ο πρώτος που έδειξε την στατιστική αυτή σχέση είναι ο Alban W. Phillips το 1958. Οι οικονομολόγοι Solow και Samuelson ήταν οι πρώτοι που ονόμασαν την εμπειρική αυτή σχέση ως Καμπύλη Φίλλιπς. Έος τα τέλη του 1960, οι οικονομολόγοι πίστευαν οτι η καμπύλη Φίλλιπς περιγράφει μία μακροχρόνια σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας (ή κατα αντιστοιχεία πληθωρισμού και προϊόντος). Δηλαδή η οικονομική πολιτική θα μπορούσε να επιλέξει συνδιασμούς έπί της Καμπύλης Φίλλιπς και να πετύχει παραδείγματος χάριν υψηλό επίπεδο προϊόντος επιλέγοντας ένα υψηλό επίπεδο πληθωρισμού. Ο μηχανισμός πίσω από την Καμπύλη μπορεί να αναλυθεί με ένα διάγραμμα προσφοράς-ζήτησης για την αγορά εργασίας. Όταν έχουμε υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας (ανεργία) τότε η αγορά τείνει να πιέζει προς τα επάνω τον ονομαστικό μισθό. Αυτό οδειγεί σε μείωση της ανεργίας (ήτοι αύξηση του προϊόντος) και ταυτόχρονα ύψωση των τίμων γεγονός που θεμελιώνει την ύπαρξη της Καμπύλης Φίλλιπς.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60, οι οικονομολόγοι Friedman και Phelps, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, επιτέθηκαν στην θεωρία: Υποστήριξαν ότι μακροχρόνια υπάρχει ένα φυσικό ποσοστό ανεργίας, ήτοι ένα ποσοστό το οποίο θα προέκυπτε από τον μηχανίσμο εκκαθάρισης μίας Βαλρασιανής οικονομίας όταν σε αυτή ληφθούν υπόψη ατέλειες στις αγορές προϊόντος, μη πλήρη και μη τέλεια πληροφόρηση, κόστη αναζήτησης εργασίας, μη-αποτελεσματικές συνθήκες στην αγορά εργασίας κτλ. Το επιχείρημα λοιπόν ήταν οτι μακροπρόθεσμα το φυσικό ποσοστό ανεργίας προσδιορίζεται μόνο από πραγματικά μεγέθη και όχι απο νομισματικά, και ως εκ τούτου η οικονομική πολιτική θα έπρεπε να λαμβάνει σε μακροχρόνιο επίπεδο ως δεδομένο αυτόν τον περιορισμό. Ο μηχανισμός που περιέγραψαν οι δύο οικονομολόγοι ήταν οτι όταν η οικονομική πολιτική αυξήσει το επίπεδο των τιμών, οι εργαζόμενοι μακροπρόθεσμα θα άλλαζαν την προσδοκία τους για τις τιμές: οποιαδήποτε οικονομική πολιτική θα μπορούσε να αυξήσει το προϊόν πέρα από το φυσικό επίπεδο μόνο σε βραχυχρόνιο επίπεδο.
Η κριτική των Friedman και Phelps άρχισε να γίνεται αποδεκτή μέσα στην δεκαετία του 1970. Σε αυτό συνετέλεσαν δύο γεγονότα. Σε θεωρητικό επίπεδο, η επανάσταση των Ορθολογικών Προσδοκιών έλαβε χώρα, ενώ σε εμπειρικό επίπεδο ο στασιμοπληθωρισμός της εποχής εκείνης υπέδειξε ότι δεν υπάρχει αναγκαστικά αρνητική σχέση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού ακόμα και σε βραχυχρόνιο επίπεδο.
Το πρόβλημα με την Καμπύλη Φίλιπς όπως περιγραφεται παραπάνω είναι ότι, παρόλο που λαμβανει υπόψη της τις προσδοκίες, οι προσδοκίες αυτές δεν ήταν απόλυτα συνεπείς με τις Ορθολογικές προσδοκίες. Για να υπάρχει βραχυχρόνια σχέση έπρεπε οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να κοιτάνε προς τα πίσω. Επίσης ένα άλλο προβλημα ήταν η έλλειψη μικρο-οικονομικής θεμελίωσης στο Υπόδειγμα. Η βραχυχρόνια Καμπύλη Φίλιπς στηριζόταν σε ένα ad-hoc μηχανισμό προσαρμογης των ονομαστικών μισθών που, σε όρους θεωρίας παιγνίων, δεν ήταν συμβατός κατά κίνητρα.
Η εξέλιξη του μακροοικονομικού Υποδειγματος απο το 1980 και μετά ήταν ραγδαία. Στηριζόμενοι στην Κριτική του Lucas οι οικονομολόγοι θεμελίωναν τα μακροοικονομικά υποδείγματα πανω σε μικροοικονομικα υποδείγματα γενικής ισορροπίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε και η Νεα Κεϋνισιανή Καμπύλη Φίλλιπς: Μία σχέση μεταξύ πληθωρισμού και προϊόντος η οποια λαμβάνει υποψη την μικροοικονομική συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων. Το πρόβλημα με αυτή τη νέα θεωρία είναι οτι απαιτείται η ad-hoc υπόθεση περί της ύπαρξης ατελειών στην τιμολόγηση των επιχειρήσεων η οποία μπορεί να λάβει μορφή π.χ. ως κόστη προσαρμογής (menu costs) ή ως υπόθεση ότι μόνο ένα μέρος των επιχειρήσεων αλλάζει σε κάθε χρονική στιγμή τιμές.