Τραστ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τραστ καλείται στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο μια νομική συμφωνία, με την οποία η περιουσία που ανήκει σε ένα πρόσωπο, διοικείται προς όφελος ενός άλλου. Στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται ως εμπίστευμα, το ελληνικό δίκαιο όμως (όπως και τα υπόλοιπα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά δίκαια) δε γνωρίζει τέτοιο θεσμό. Χρειάζονται τρία μέρη για την συμφωνία:
- ο settlor, που δίνει το περιουσιακό στοιχείο προς όφελος ενός άλλου,
- ο trustee, που έχει τον έλεγχο του περιουσιακού στοιχείου και του οποίου η πληρωμή ορίζεται με νόμο, και
- ο ωφελούμενος, ο οποίος δέχεται τα οφέλη από το περιουσιακό στοιχείο.
Η νομοθεσία Σέρμαν περί Αντι-Τραστ, που είναι ο βασικός νόμος στο αμερικανικό Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού, απευθυνόταν σε μια εφαρμογή των τραστ στις επιχειρήσεις. Η Standard Oil Company του Τζον. Ντ. Ροκεφέλερ για παράδειγμα, έπειθε μετόχους σε διάφορες εταιρείες να δώσουν τις μετοχές τους σε ενα Συμβούλιο trustees με αντάλλαγμα πιστοποιητικά που τους εξασφάλιζαν την πληρωμή μερισμάτων. Η επιτροπή ερχόταν έτσι σε θέση να διοικεί ταυτόχρονα πολλές εταιρείες, οι οποίες θα έπρεπε να είναι σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Σύντομα όλες οι συμφωνίες περιορισμού του ανταγωνισμού άρχισαν να ονομάζονται τραστ ή Καρτέλ.