Αριστοφάνης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Αριστοφάνης (448 - 385 π.Χ.) ήταν ένας κωμικός συγγραφέας του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου. Έγραψε πολλές κωμωδίες οι οποίες παίζονται και σήμερα σε διάφορες γλώσσες. Υπήρξε κορυφαίος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας, ξεχωρίζοντας ανάμεσα σ' όλους τους ομότεχνους κι ανταγωνιστές του, δημιουργώντας δε πραγματική εποχή στο χώρο της αρχαίας κωμωδίας, ώστε δίκαια να θεωρείται και ο πατέρας της.
Έζησε στην Αθήνα και μεγάλωσε τα χρόνια που ξεκίνησε για την Αθήνα και τους κατοίκους της μία εποχή ειρήνης και άνθισης υπό τον Περικλή (ειρήνη με την Σπάρτη και Περσία), η οποία κράτησε μέχρι την έναρξη του εικοσαετούς πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ.. Έγραψε τις πρώτες κωμωδίες του με ψευδώνυμα. Από τα συνολικά 44 σατιρικά έργα που συνέγραψε έχουν διασωθεί 11, από αυτά τα 9 στα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου.
Ο ακριβής τόπος και η ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστά, άλλα υπολογίζεται πως γεννήθηκε στην Αθήνα το 448 π. Χ. και πέθανε στην Αίγινα το 385 π. Χ., σ' ηλικία 63 ετών. Ήτανε γιος του Φιλίππου, γνήσιου Αθηναίου, από τον Δήμο Κυδαθηναίων κι έτσι θεωρείται κι αυτός ντόπιος. Παρολαυτά είναι γνωστό πως ο αντίζηλός του ποιητής Εύπολις κι ο πολιτικός Κλέωνας, που αποτέλεσε στόχο της σάτιρας του Αριστοφάνη στις κωμωδίες "Ιππείς" και "Βαβυλώνιοι", κίνησαν εναντίον του "γραφήν ξενίας", δηλ. ζήτησαν να χαρακτηριστεί και να πάψει να 'χει δικαιώματα Αθηναίου Πολίτη. Τρεις φορές κινήθηκε τέτοια διαδικασία, μα ο Αριστοφάνης και στις τρεις κέρδισε και παρέμεινε Αθηναίος πολίτης. Για τη ζωή του, όμως, μόνο ελάχιστα μας είναι σήμερα γνωστά. Από την Αίγινα, όπου ήταν εγκαταστημένος, παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον τη πολιτική κίνηση των Αθηνών και σατίριζε τα τρωτά της. Ζούσε στην αφάνεια, ήσυχη ζωή και, για να προστατεύσει αυτή τη γαλήνη, παρουσίαζε τις περισσότερες από τις κωμωδίες του μ' όνομα άλλων ποιητών κι ηθοποιών. Nυμφεύτηκε νωρίς κι απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν κι αυτός κωμικός ποιητής και με τ' όνομά του ο Αριστοφάνης δίδαξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του "Κώκαλον" κι "Αιολοσίκωνα". Ο Αραρώς δίδαξε και δικά του πρωτότυπα έργα.
Έλαβε συνολικά, 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε σχετικούς θεατρικούς διαγωνισμούς.Από τα έργα του φαίνεται πως είχε εξαιρετική μόρφωση, γενική και ειδική. Εκτός από τη καθολική μόρφωση, που η Αθήνα του Περικλή έδινε στους νέους, γνώριζε άριστα τα έργα των προηγούμενων ποιητών και φρόντισε να τελειοποιηθεί στη σκηνική τέχνη. Ήτανε πνευματωδέστατος ευφυολόγος, χιουμορίστας και με περίσσεια τόλμη καυτηρίαζε, προπάντων τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και τον Δήμο Αθήνας. Στην εποχή του είχε γίνει το δημοφιλέστερο πρόσωπο της πόλης. Ανήκε στην Πανδιονίδα φυλή κι όχι μόνον είχεν αριστοκρατική καταγωγή, αλλά κι ανάλογες ιδέες, πράγμα που τον οδήγησε σε σχέσεις με τον Πλάτωνα και σ' οξεία αντίθεση προς τους περισσότερους από τους σύγχρονούς του (ακόμη και προς τον ίδιο τον μεγαλοφυή κι ηθικότατο Σωκράτη).
Φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά τις τραγωδίες του Αισχύλου, τον οποίο θαύμαζε για τη συντηρητικότητά του και που, στους "Βατράχους", ύστερ' από μεγάλη διαδικασία, που γίνεται στον 'Αδη, δίνει τα πρωτεία της ποίησης. Επίσης είν' άριστος γνώστης των "Ωδών" του Πίνδαρου και του Στησίχορου. Εκείνος όμως που επέδρασε πολύ στο ύφος, στη τεχνική και στη γλώσσα του, ήταν ο Ευριπίδης, παρόλο που αποτελούσε το μόνιμο στόχο των επιθέσεων και των διακωμωδήσεών του. Ο Κρατίνος, για να χαρακτηρίσει τη προσκόλληση αυτή, έπλασε το ρήμα ευριπιδαριστοφανίζειν. Τέλος, είχε μελετήσει τις θεωρίες των Ορφικών, τις οποίες και πίστευε.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Έργα
Οι σημαντικότερες πηγές για τις διδασκαλίες των έργων του Αριστοφάνη είναι οι επιγραφές με τους καταλόγους νικητών σε δραματικούς αγώνες, [1] οι αρχαίες υποθέσεις στα σωζόμενα έργα του και οι πληροφορίες που παραθέτουν οι αρχαίοι λεξικογράφοι.
Ο Αριστοφάνης παρουσίασε τις τέσσερις πρώτες κωμωδίες του αναθέτοντας την διδασκαλία του Χορού στον Καλλίστρατο Οι Δαιταλείς διδάχθηκαν το 427 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια της επόμενης χρονιάς (426 π.Χ.)παρουσίαστηκαν οι Βαβυλώνιοι, με τους οποίους ο Αριστοφάνης κέρδισε πιθανώς το πρώτο βραβείο[2] και στα Λήναια του επόμενου έτους, 425 π.Χ., οι «Αχαρνείς», με τους οποίους επιτίθεται στις πολεμικές επιλογές των Αθηναίων και προβάλει την ιδέα για σύναψη συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη. Το 424 παρουσιάστηκε η κωμωδία «Ιππείς», η οποία αποτελεί μία καυστική, αν και κωδικοποιημένη σάτιρα για τους Αθηναίους πολιτικούς, προ πάντων για το στρατιωτικό ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης Κλέωνα, στον οποίο είχε επιτεθεί ήδη έντονα στο έργο του «Βαβυλώνιοι» και τον οποίο κατηγορεί για δημαγωγία. Κύριος στόχος τους Αριστοφάνη ήταν βέβαια το δημοκρατικό πολίτευμα και όχι μεμονωμένοι εκπρόσωποί του.
Το 423 π.Χ. παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια Διόνυσο το έργο «Νεφέλαι», το οποίο αποτελεί μια σάτιρα για τις (τότε) μοντέρνες παιδαγωγικές ιδέες του Σωκράτη. Αυτή η κωμωδία για τον Σωκράτη απετέλεσε πρότυπο για διάφορους ευρωπαίους συγγραφείς της κλασικής και ρομαντικής εποχής (Lessing, Goethe κ.ά.)
Το 422 παρουσιάστηκε στα Λήναια το έργο «Σφήκες», με το οποίο ο Αριστοφάνης λοιδορεί το δικαστικό σύστημα της Αθήνας και ιδιαίτερα τη δικομανία των οπαδών του Κλέωνα που είχε χάσει μια δίκη για υπεξαίρεση. Η κωμωδία «Ειρήνη» παρουσιάστηκε το 421 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια Διόνυσο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις καταστροφικές επιπτώσεις του πελοποννησιακού πολέμου στους αγρότες, οι οποίοι στέλνουν μια επιτροπή στον Όλυμπο και ελευθερώνουν τη θεά της ειρήνης.
Το έργο «Όρνιθες» παρουσιάστηκε το 414 επίσης στα ΜΕγάλα Διονύσια και θεωρείται, λόγω της σκηνικής πληρότητας, το πλέον πετυχημένο έργο του Αριστοφάνη. Πραγματεύεται, όπως στους «Ιππείς» τις πρακτικές των πολιτικών και στρατιωτικών, όμως χωρίς αναφορές σε επίκαιρα γεγονότα της Αθήνας, αλλά ως σημείο εκκινήσεως για να περιγράψει μια ιδανική κοινωνία και ταυτόχρονα για να αποδείξει τη βεβαιότητα για την αποτυχία της. Αν και το έργο αυτό δεν περιέχει το συνήθη για τον Αριστοφάνη πολεμικό τόνο, δεν του λείπουν οι σατιρικές αναφορές σε έργα των Αισχύλου, Ευριπίδη, Πίνδαρου κ.ά. Στα έργα του «Θεσμοφοριάζουσες» (411) και «Βάτραχοι» (405) παρωδούνται τα έργα του Ευριπίδη ως προς το θέμα και το ύφος τους.
Το διασημότερο έργο του Αριστοφάνη είναι η «Λυσιστράτη» που παρουσιάστηκε επίσης το 411 π.Χ.. Η ομώνυμη ηρωίδα του έργου πείθει τις γυναίκες της Αθήνας και της Σπάρτης να απόσχουν από τις ερωτικές δραστηριότητες για να υποχρεωθούν οι άντρες να διακόψουν τον πόλεμο. Το σχέδιο αυτό πετυχαίνει μετά από μερικές εμπλοκές. Αν και το έργο φαίνεται να έχει ένα ευγενή στόχο, τη διακοπή του πολέμου και την έλευση της ειρήνης, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, οι ολιγαρχικοί Λακεδαιμόνιοι δέχονταν να διακόψουν τον πόλεμο με κύριο όρο να καταργήσουν οι Αθηναίοι το δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτή ήταν και η επιθυμία του Αριστοφάνη, ο οποίος μαζί με τους ολιγαρχικούς υποστήριζε κάθε τι που θα υπόσκαπτε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Τα ύστερα έργα «Εκκλησιάζουσες» (393) και «Πλούτος» (388) ασχολούνται με ζητήματα της ιδιωτικής περιουσίας.
Τα έργα του Αριστοφάνη είχαν σημαντική επίδραση σε μεταγενέστερους συγγραφείς, ιδιαίτερα σε 'Αγγλους σατιρικούς του 17ου και 18ου αιώνα.
[Επεξεργασία] Σωζόμενες Κωμωδίες
- Αχαρνείς (κωμωδία) (425 π.Χ.)
- Ιππείς (κωμωδία) (424 π.Χ.)
- Νεφέλες (κωμωδία) (423 π.Χ.)
- Σφήκες (κωμωδία) (422 π.Χ.)
- Ειρήνη (κωμωδία) (421 π.Χ.)
- Όρνιθες (κωμωδία) (414 π.Χ.)
- Λυσιστράτη (κωμωδία) (411 π.Χ.)
- Θεσμοφοριάζουσες (κωμωδία) (411 π.Χ.)
- Βάτραχοι (κωμωδία) (405 π.Χ.)
- Εκκλησιάζουσες (κωμωδία) (392 π.Χ.)
- Πλούτος (κωμωδία) (388 π.Χ.)
[Επεξεργασία] Αποσπασματικά Σωζόμενες Κωμωδίες
- Δαιταλείς (427 π.Χ.)
- Βαβυλώνιοι (426 π.Χ.)
- Γεωργοί (424 π.Χ.)
- Ολκάδες (423 π.Χ.)
- Προάγων (422 π.Χ.)
- Αμφιάραος (414 π.Χ.)
- Πλούτος α' (408 π.Χ.)
- Γηρυτάδης (407 π.Χ.)
- Κώκαλος (387 π.Χ.)
- Αιολοσίκων β' (386 π.Χ.)
[Επεξεργασία] Βιβλιογραφία
- Dover K., Η κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφρ.: Φ. Κακριδής. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1978.
- Μπούρας Ν., Αριστοφάνης και Αθήνα. Αθήνα: Εκδόσεις Κολεγίου Αθηνών, 1986.
- Zimmermann B., Η αρχαία ελληνική κωμωδία (Αριστοφάνης - Μένανδρος), μτφρ.: Η. Τσιριγκάκης. Αθήνα: Παπαδήμας, 2002.