Ιμπεριαλισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο ιμπεριαλισμός αποτελεί πολιτική επέκτασης του ελέγχου ή της εξουσίας που ασκείται σε ξένες οντότητες ως μέσο απόκτησης και/ή διατήρησης μιας αυτοκρατορίας. Αυτό συμβαίνει είτε μέσω άμεσης εδαφικής κατάκτησης ή εποικισμού είτε διαμέσου έμμεσων μεθόδων άσκησης ελέγχου στα πολιτικά και/ή τα οικονομικά πράγματα άλλων κρατών. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πολιτική επικυριαρχίας ενός έθνους σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από το αν το έθνος θεωρεί τον εαυτό του μέρος της αυτοκρατορίας. Η «Εποχή του Ιμπεριαλισμού» συνήθως αναφέρεται στην περίοδο του Νέου Ιμπεριαλισμού που άρχισε το 1860, όταν κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη ξεκίνησαν τον αποικισμό άλλων ηπείρων.
Ο όρος 'ιμπεριαλισμός' αρχικά αποτέλεσε νεολογισμό κατά τα τέλη του 1800 [1] για να περιγράψει την πολιτική κάποιων κρατών, όπως οι επεκτάσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Αφρική και την Αμερική. Στο έργο του Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού[2] ο Λένιν υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός εισήγαγε κατ' ανάγκη τον ιμπεριαλισμό αποσκοπώντας στην εύρεση νέων αγορών και πόρων. Η θεωρία της αναγκαίας επέκτασης του καπιταλισμού έξω από τα εθνικά σύνορα των κρατών υποστηρίχτηκε επίσης από την Ρόζα Λούξεμπουργκ και στη συνέχεια από την φιλελεύθερο φιλόσοφο Χάνα Αρέντ.
Έκτοτε, όμως, ο όρος αυτός έχει επεκταθεί από τους Μαρξιστές διανοούμενους ώστε να αποτελεί συνώνυμο της καπιταλιστικής διεθνούς αγοράς και του τραπεζικού συστήματος[3].
[Επεξεργασία] Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία] Βλέπε επίσης
- Νέος Ιμπεριαλισμός
- Αποικισμός