IQ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
IQ είναι ο αγγλικός όρος (intelligence quotient) ο οποίος δηλώνει τον δείκτη ο οποίος μετρά προσεγγιστικά την ευφυία ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το IQ κάθε ατόμου μπορεί να μετρηθεί με διάφορες μεθόδους, οι οποίες περιλαμβάνουν συνήθως τεστ με ερωτήσεις ή διαδικασίες με καθορισμένα αντικείμενα . Παρά τις διαφορές στόν σχεδιασμό τους, αυτά τα τεστ μετρούν γενικά την ίδια μορφή ευφυίας, κυρίως την λογική και επαγωγική σκέψη του/της, η οποία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μένει σταθερή καθ' όλη την διάρκεια της ζωής, και οι αλλαγές συνήθως οφείλονται σε σωματικά ή γενετικά αίτια.
Κατά μέσον όρο, το IQ κληρονομείται κατά μεγάλο ποσοστό, και η κανονική κατανομή του μπορεί να εξηγηθεί με εξωτερικές γενετικές διαμορφώσεις οι οποίες επηρεάζουν κάθε γενεαλογικό δεντρο διαφορετικά. Πρόσφατες έρευνες έχουν εμφανίσει ότι είναι πιθανό να υπάρχει σχέση μεταξύ IQ και μακροζωίας, υγείας και εγγραμματοσυνης, καθώς και ότι το μέσο IQ του παγκόσμιου πληθυσμού αυξάνεται (φαινόμενο Flynn).
Έχει αποδειχτεί στατιστικά ότι το IQ δεν σχετίζεται με το φύλο, την εκπαίδευση και την φυλή, και πως ακολουθεί κατα προσέγγιση την κατανομή του Gauss.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Ορισμός του IQ
Αρχικά, το IQ οριζόταν ως το πηλίκο της νοητικής ηλικίας του ατόμου πρός την πραγματική ηλικία επί 100. Για παράδειγμα, ένα παιδί 10 ετών με τις νοητικές ικανότητες του μέσου δεκατριάχρονου έχει IQ 130 (13/10*100). Λόγω του ότι αυτός ο τύπος λειτουργούσε μόνο για άτομα εως 16 ετών, εφ' όσον αυτή είναι η ηλικία στην οποία η νοητική ανάπτυξη σταματά, εισήχθηκε ένας τρόπος μέτρησης βασισμένος στην κανονική κατανομή με σ(τυπική απόκλιση)=15 ή 16.
[Επεξεργασία] Ιστορία
To 1905, ο Γάλλος ψυχολόγος Alfred Binet εξέδωσε το πρώτο μοντέρνο τεστ ευφυίας,την κλίμακα ευφυίας Binet-Simon. Ο πρωταρχικός του σκοπός ήταν να αναγνωρίσει ποιοί μαθητές είχαν δυσκολίες στο να αντεπεξέλχονται στα μαθήματα του σχολείου. Με τον συνεργάτη του Theodore Simon, ο Binet εξέδωσε διάφορες παραλλαγες του τεστ το 1908 και το 1911. Το 1912, η συντομογραφία IQ χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Γερμανό ψυχολόγο William Stern.
Ένας περαιτέρω ορισμός της κλίμακας Binet-Simon δόθηκε το 1916 από τον Lewis M. Terman, του Πανεπιστημίου του Stanford, ο οποίος ενστερνίστικε την άποψη του Stern ότι στην ευφυία μπορουν να αποδοθούν αριθμητικές τιμές.
Το 1939 ο David Wechsler δημοσίευσε το πρώτο τεστ IQ ειδικά σχεδιασμένο για ενήλικες, βασισμένο στην κλίμακα ευφυίας για ενήλικες του Wechsle (WAIS), η οποία επεκτάθηκε και για παιδιά (WISC), η οποία ακόμη χρησιμοποιείται. Οι κλίμακες Wechsler περιλάμβαναν υποκατηγορίες όπως λεκτική και πρακτική ικανότητα, έτσι ώστε να μην βασίζεται τόσο εκτενώς στην λεκτική ικανότητα όπως το αυθρντικό τεστ Binet, και ήταν οι πρώτες που βάσιζαν τα αποτελέσματα στην κανονική κατανομή. Από την έκδοση του WAIS και μετά, σχεδόν όλες οι κλίμακες IQ βασίζονται στην κατανομή του Gauss.
[Επεξεργασία] IQ και γενική ευφυία
Τα μοντέρνα τεστ IQ δίνουν αποτελέσματα για διάφορα νοητικά πεδία (όπως μαθηματική ικανότητα, οπτική ικανότητα, γλωσσική ικανότητα κ.τ.λ.), με το συνολικό αποτέλεσμα να υπολογίζεται από τις υποκατηγορίες. Ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων είναι 100. Ανάλυση των επιμέρους αποτελεσμάτων σε ένα μοναδικό τεστ αποκαλύπτει πως υπάρχει ένα κοινός παράγοντας ο οποίος υπολογίζεται από κάθε τέστ και διάφοροι άλλοι που υπολογίζονται χωριστά. Αυτό έχει οδηγήσει στην θεωρία ότι κάθε επιμέρους νοητική διεργασία εξαρτάται από έναν κοινό παράγοντα, το g, το οποίο αντιστοιχεί στον ευρέως κατανοητό ορισμό της λέξης ευφυία. Κατά μέσο όρο, το IQ και το g σχετίζονται κατά 90% και συχνά χρησιμοποιούνται αντιστρόφως.
Διάφορα τέστ IQ μετρούν την τυπική απόκλιση με διαφορετικό αριθμό βαθμών. Άρα, όταν αναφέρεται η τιμή του IQ, θα πρέπει να αναφέρεται και η τυπική απόκλιση ή η διασπορά.
[Επεξεργασία] Επιρροή γενετικής και περιβαλλοντος
Ο ρόλος των γονιδίων και του περιβαλλοντος στο συνολικό IQ εξετάζεται στο et. al του Plomin. Ο βαθμός στον οποίο οι γενετικές τροποποιήσεις επιδρούν σε ένα παρατηρίσιμο χαρακτηριστικό είναι ένα στατιστικό μέγεθος το οποίο ονομάζεται κληρονομικότητα. Η κληρονομικότητα έχει τιμές από 0 έως 1, και μπορεί να εξηγηθεί ως το ποσοστό της ποικιλκότητας οφειλόμενης σε γενετικά αίτια. Μελέτες σε διδύμους και υιοθετήσεις χρησιμοποιούνται συχνά για να οριστεί η κληρονομικότητα ενός χαρακτηριστικού. Ορισμένες μελέτες θέτουν την κληρονομικότητα του IQ περίπου στο 0,5, με διακυμάνσεις από 0.4 έως 0.8, πράγμα το οποίο οδηγει στο συμπέρασμα οτι το IQ είναι στοιχειωδώς κληρονομήσιμο.
Η κληρονομικότητα του IQ έχει ελεγχθεί σε μεγάλο αριθμό διδύμων, αδελφιών, γονέων-παιδιών και υιοθετημένων ατόμων. Τα αποτελέσματα είναι τα εξής: