Κράτος των Ρως
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το μεσαιωνικό κράτος των Ρως είναι η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα κρατικής οργάνωσης στον ανατολικό σλαβικό χώρο. Πρωτεύουσά του ήταν το Κίεβο. Τρεις σημερινές χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία) έλκουν την ιστορική καταγωγή τους από αυτό.
Η πληθυσμιακή του σύνθεση ήταν κυρίως σλαβική και δευτερευόντως στο βορρά φιννική, όμως την εξουσία (διοικητική και στρατιωτική) κρατούσαν οι Βάραγγοι Ρως, από τους οποίους η Ρωσία πήρε τη σημερινή της ονομασία. Πυρήνας του κράτους ήταν οι περιοχές πέριξ του Κιέβου και του Νόβγκοροντ. Στην εποχή της μέγιστης εξάπλωσής του εκτεινόταν από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα έως τη Βαλτική και από τα Καρπάθια μέχρι τα Ουράλια Όρη.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Τα πρώτα χρόνια
Το κράτος των Ρως ή Ρως του Κιέβου (από τον αγγλικό όρο Kievan Rus) ιδρύεται γύρω στο 880 από το βάραγγο Όλεγκ (σλαβ. Олег, σκανδ. Helgi), αφού προηγουμένως έχει εκδιώξει από την περιοχή τους Χαζάρους (νομαδικός λαός τουρκικής καταγωγής), οι οποίοι εισέπρατταν φόρο υποτέλειας από τους κατοίκους, και ανακηρύξει τον εαυτό του πρίγκιπα του Κιέβου. Ο Όλεγκ θεωρούσε εαυτόν απόγονο του Ρούρικ (βάραγγος ηγέτης που μυθοποιήθηκε), για αυτό και η δυναστεία που ίδρυσε ονομαζόταν Ρουρικίδες (παιδιά του Ρούρικ). Στις τέσσερις δεκαετίες που ακολουθούν, ο Όλεγκ υποτάσσει κάθε αμφισβήτηση από τους τοπικούς πληθυσμούς. Οι Βάραγγοι αποκτούν έτσι ένα δυνατό προπύργιο στην περιοχή, απαραίτητο για το εμπόριό τους με την Κωνσταντινούπολη.
Το 907 ο Όλεγκ επιδράμει κατά του Βυζαντίου και δοκιμάζει να πολιορκήσει την Πόλη. Στρατιωτικά αποτυγχάνει, αλλά η εν γένει τακτική του πείθει τους βυζαντινούς ότι δεν πρόκειται για έναν τυχάρπαστο ηγεμόνα. Έτσι στη διμερή εμπορική συνθήκη του 911 αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος από την άλλη πλευρά και πετυχαίνει όρους που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και ευημερία του νεοπαγούς κράτους του. Ακριβώς ίδια αποτελέσματα (πολεμικές ήττες αλλά ευνοϊκές συνθήκες ειρήνης) έχουν οι δύο εκστρατείες του Ιγκόρ, διαδόχου του Όλεγκ. Ο Ιγκόρ όμως αποτυγχάνει να ελέγξει στην ανατολή τους Χαζάρους, οι οποίοι ξαναρχίζουν να λεηλατούν την ύπαιθρο, και στη δύση τους Δρεβλιανούς (σλαβικό φύλο) που αρνούνται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο Κίεβο. Οι τελευταίοι μάλιστα τον δολοφονούν το 945.
Ενώ διεξάγονται τα παραπάνω σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία 'εκσλαβισμού' της αριστοκρατίας που διοικεί το κράτος. Μολονότι η βαραγγική καταγωγή εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη ανωτέρων δημοσίων αξιωμάτων, φαίνεται ότι πολιτισμικά οι βάραγγοι απορροφώνται από το υπέρτερο σλαβικό στοιχείο και σταδιακά υιοθετούν τη σλαβική γλώσσα και συνήθειες.
Toν Ιγκόρ διαδέχεται ο τριετής γιος του, πρίγκιπας Σβυάτοσλαβ. Μέχρι όμως να φθάσει τα είκοσι, την πραγματική εξουσία θα ασκεί η χριστιανή μητέρα του Χέλγκα (μετέπειτα Αγία Όλγα). Το 962 ο Σβυάτοσλαβ αναλαμβάνει την πλήρη ηγεσία και σε μία δεκαετία υπερδιπλασιάζει την έκταση του κράτους του, συμμαχώντας με τους Πεσενέγους και υποτάσσοντας όλους τους γειτονικούς λαούς: Βουλγάρους του Βόλγα και Μορδβίνους στην ανατολή, Χαζάρους στο νότο, Βουλγάρους του Δούναβη στα Βαλκάνια. Βέβαιος ότι θα σταθεροποιήσει τον έλεγχο στα νέα εδάφη, μετακινεί την πρωτεύουσα στη βουλγαρική πόλη Περεγιασλάβετς (στο δέλτα του Δούναβη) το 969 ελπίζοντας να την κάνει κέντρο του ευρωπαϊκού εμπορίου. Το όραμά του όμως αποτυγχάνει - οι βυζαντινοί στρέφονται εναντίον του, θεωρώντας ότι μπαίνει στα χωράφια τους, και έως το 971 καταλύουν όλες τις βαλκανικές κτήσεις του, μεταξύ των οποίων και το Περεγιασλάβετς. Ταυτόχρονα υποκινούν τους Πεσενέγους να επιτεθούν στο Κίεβο, ενώ και οι ανατολικοί υποτελείς των Ρως εξεγείρονται και ανακτούν την ανεξαρτησία τους. Ο Σβυάτοσλαβ αναγκάζεται να συνθηκολογήσει (972) και να επιστέψει στα προ δεκαετίας σύνορα, αλλά καθώς γυρνά στο Κίεβο δολοφονείται ύπουλα το 972 από Πεσενέγους, κατ' εντολή του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή που ήθελε να ξεμπερδεύσει οριστικά μαζί του.
[Επεξεργασία] Η χρυσή εποχή του Κιέβου
Αν και τα επιτεύγματα του Σβυάτοσλαβ διήρκεσαν μόλις λίγα χρόνια, αύξησαν σημαντικά το διεθνές κύρος του κράτους του και συνετέλεσαν στο να εγκαθιδρυθεί η κυριαρχία του Κιέβου σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ευρώπη για τους επόμενους δύο αιώνες. Ο Μέγας Πρίγκηψ του Κιέβου ήλεγχε τις περιοχές γύρω από την πόλη, και οι (θεωρητικά κατώτεροι) συγγενείς του τις άλλες πόλεις της επικράτειας. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις της μέγιστης ακμής του κράτους των Ρως, στην οποία έφθασε στα χρόνια του Βλαδίμηρου του Μέγα και του Γιαροσλάβου του Σοφού.
Ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος (σλαβ. Володимеръ, σκανδ. Valdamarr) ήταν γιος του Σβυάτοσλαβ και πήρε το θρόνο το 980, αφού είχε προηγηθεί εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτόν και τον ετεροθαλή αδελφό του (και νόμιμο διάδοχο) Γιάροπολκ. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η εισαγωγή του χριστιανισμού στη Ρωσία από το Βυζάντιο το 988. Σύμφωνα με ρωσικές πηγές, όταν ο Βλαδίμηρος αποφάσισε να αντικαταστήσει το ρωσικό παγανισμό με μια άλλη θρησκεία, έστειλε τους καλύτερους αυλικούς σε όλη την Ευρώπη. Αφού πήγαν στους καθολικούς, τους ιουδαίους και τους μουσουλμάνους, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί θαμπώθηκαν από την ομορφιά του ναού της Αγ. Σοφίας και της λειτουργίας που γινόταν μέσα. Γυρνώντας στο Κίεβο, έπεισαν το Βλαδίμηρο να υιοθετήσει τη θρησκεία των ελλήνων. Τότε ο Βλαδίμηρος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β' και ζήτησε την αδελφή του Άννα για γυναίκα του.
Ως συνήθως, η πραγματική ιστορία είναι λιγότερο ποιητική και περισσότερο πολιτική. Η ευλαβής χριστιανική ζωή δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Βλαδίμηρο, κι ας βαπτίζεται χριστιανός - μαρτυράται ότι είχε τέσσερις συζύγους και κάποιες εκατοντάδες παλλακίδες! Αυτό που τον καθοδηγεί είναι η καλή ζύγιση των δεδομένων: ξέρει πως η ευημερία του κράτους του περνά μέσα από τις καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, αφού οι βυζαντινοί αφ' ενός είναι οι καλύτεροι πελάτες των προϊόντων του, αφ' ετέρου ελέγχουν τη Μαύρη Θάλασσα, επομένως την κίνηση των πλοίων από/προς το Δνείπερο, που είναι ο κύριος εμπορικός δίαυλος μεταξύ των Ρως και του έξω κόσμου.
Πέραν των οικονομικών και διπλωματικών οφελημάτων, η κίνηση αυτή του Βλαδιμήρου ισοδυναμεί με ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτού που σήμερα ονομάζουμε ρωσικό πολιτισμό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διέθετε ήδη λειτουργικά κείμενα γραμμένα στο Κυριλλικό αλφάβητο, αλλά και ένα πλήθος μεταφράσεων ελλήνων συγγραφέων στα σλαβικά. Η ύπαρξη αυτών των μεταφράσεων φέρνει σε επαφή τους ρώσους με την ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, χωρίς να χρειασθεί να μάθουν ελληνικά. Αποκτούν έτσι το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν τη δική τους λογοτεχνία, τέχνη και επιστήμη.
Ο Βλαδίμηρος πεθαίνει το 1015. Ακολουθούν διαμάχες μεταξύ πολλών από τους γιους του, από τις οποίες νικητής βγαίνει ο Γιαροσλάβος (σλαβ. Ярослав, σκανδ. Jarizleifr), τοπικός κυβερνήτης του Νόβγκοροντ, εξολοθρεύοντας τους υπόλοιπους. Ο Γιαροσλάβος στέφεται Μέγας Πρίγκηψ Κιέβου και Νόβγκοροντ στο Κίεβο το 1019 και κατά τη βασιλεία του το κράτος των Ρως φθάνει στο ζενίθ του.
Ο Γιαροσλάβος συντάσσει τον πρώτο νομικό κώδικα, τη Δικαιοσύνη των Ρως (Правда Роська). Ενδυναμώνει τις σχέσεις του με τη Δύση χρησιμοποιώντας ως μέσον τους βασιλικούς γάμους: παντρεύει την εγγονή του Ευπραξία με τον Ερρίκο Γ' της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την αδερφή του με το βασιλιά της Πολωνίας, τις τρεις κόρες του με τους βασιλείς της Γαλλίας, της Ουγγαρίας και της Νορβηγίας. Δείχνει επίσης ενεργό ενδιαφέρον για την εδραίωση του χριστιανισμού, χρηματοδοτώντας τον κλήρο και ανεγείροντας τον πρώτο μεγάλο ναό στο Κίεβο και κατόπιν δύο καθεδρικούς αφιερωμένους στην Αγ. Σοφία, στο Κίεβο και στο Νόβγκοροντ. Για όλα αυτά του δόθηκε το προσωνύμιο Σοφός.
[Επεξεργασία] Παρακμή και διάσπαση
Από τα χρόνια του Όλεγκ, η δομή της εξουσίας ήταν σαφής: ο Πρίγκιπας του Κιέβου στην κορυφή και κάτω από αυτόν ένα διορισμένο επιτελείο ευγενών - τοπικών πριγκίπων, οι οποίοι είχαν την πολιτική/στρατιωτική ευθύνη των περιφερειών. Κάθε φορά που στο κράτος εντάσσονταν νέες περιφέρειες ή οι υπάρχουσες αναπτύσσονταν τόσο που χρειαζόταν κατάτμηση για να διοικηθούν σωστά, μεγάλωνε και το επιτελείο. Οι ευγενείς φρόντιζαν να κυβερνούν σύμφωνα με τις εντολές που έρχονταν από το Κίεβο, ώστε να πάρουν προαγωγή σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες περιφέρειες και να έχουν πλεονεκτική θέση στον αγώνα της διαδοχής, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Αυτό το σχήμα διοίκησης ήταν αποτελεσματικό στην αρχή, όταν το επιτελείο ήταν μικρό, όπως και αργότερα, όταν βασίλευαν μεγάλες φυσιογνωμίες που επέβαλαν την ενότητα. Μετά το θάνατο του Γιάροσλαβ του Σοφού, η σύμπνοια των ευγενών τίθεται σε αμφιβολία. Τα πολυάριθμα μέλη του επιτελείου ταυτίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα της περιοχής τους παρά με τις επιδιώξεις της κεντρικής διοίκησης. Την κατάσταση αυτή επιτείνει ο θεσμός των τοπικών συμβουλίων, όπου συμμετέχουν όλοι οι άνδρες της πόλης και μπορούν να διώξουν τον πρίγκιπα και να ζητήσουν το διορισμό άλλου. Πληθαίνουν έτσι τα περιστατικά συναλλαγής μεταξύ πριγκίπων - τοπικών συμβουλίων, όπως και ομάδων πριγκίπων εναντίον άλλων ομοβάθμων τους, πάντα εις βάρος της κεντρικής διοίκησης που σταδιακά αποδυναμώνεται.
Την αποσύνθεση του κράτους των Ρως επιταχύνουν με έμμεσο τρόπο οι Σταυροφορίες. Με τις εξελίξεις που δρομολογούνται στην ανατολική Μεσόγειο το 12ο αιώνα, οι βυζαντινοί δε μπορούν πια να αγοράζουν αφειδώς τα προϊόντα των βορείων γειτόνων τους. Έτσι ατονεί η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων και συνεπακόλουθα η ανάγκη για μια ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία θα ελέγχει τα ποτάμια από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να μένει η εμπορική οδός ανοικτή.
Συνολικά, στα μόλις 170 χρόνια από το 1054 έως το 1224 καταγράφονται:
- 64 αυτοανακηρύξεις περιφερειών σε αυτόνομα πριγκιπάτα (τα περισσότερα βραχύβια) που εγείρουν αξιώσεις στο θρόνο.
- 83 εμφύλιοι πόλεμοι, ενίοτε με τη συμμετοχή και ξένων δυνάμεων.
- 293 ηγεμόνες που αυτοαναγορεύονται νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου του Κιέβου.
- 35 ηγεμόνες που παίρνουν το θρόνο.
Είναι σαφές ότι στην εποχή μετά το θάνατο του Γιαροσλάβου Α' του Σοφού, οι Μεγάλοι Πρίγκιπες του Κιέβου είναι μόνο τύποις αρχηγοί του κράτους των Ρως, που πια έχει θρυμματισθεί σε διάφορα πριγκιπάτα. Οι επιδρομές των Μογγόλων που ακολουθούν δίνουν τη χαριστική βολή σε ένα κράτος που είναι ήδη ετοιμοθάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου κάθε πριγκιπάτο ακολουθεί διαφορετική πορεία, πράγμα που οδηγεί μακροπρόθεσμα στις τρεις εθνικές διαφοροποιήσεις του ανατολικού σλαβικού κόσμου που συναντάμε σήμερα: Ουκρανοί στα νότια και νοτιοδυτικά, Λευκορώσοι στα βορειοδυτικά, Ρώσοι στα βόρεια και βορειοανατολικά.
Συνοπτικά, τα κυριότερα νέα κράτη που προέκυψαν από τη διάσπαση του κράτους των Ρως είναι τα ακόλουθα:
[Επεξεργασία] Δημοκρατία του Νόβγκοροντ
Κύριο άρθρο εδώ
Από την εποχή του ενιαίου κράτους, το Νόβγκοροντ είχε το ρόλο της δεύτερης σπουδαιότερης πόλης. Όσο η ισχύς του Κιέβου αποδυναμωνόταν, τόσο μεγάλωνε η δύναμη της τοπικής ολιγαρχίας. Ήδη από το 12ο αι. η πόλη είχε δικό της αρχιεπίσκοπο και στρατιωτικό διοικητή. Σε πολιτικές δομές, το Νόβγκοροντ έμοιαζε περισσότερο με χανσεατική δυτικοευρωπαϊκή παρά με ρωσική πόλη. Επίσης η πτώση του εμπορίου με το Βυζάντιο δεν επηρέασε ιδιαίτερα την τοπική οικονομία, γιατί το εμπόριο της πόλης ήταν στραμμένο στις δυτικές χώρες. Όλα αυτά έδωσαν στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ τη δεσπόζουσα θέση στη νέα εποχή, μετά τη διάλυση του κράτους των Ρως.
[Επεξεργασία] Πριγκιπάτο των Βλαντίμιρ - Σούζνταλ
Κράτος που προέκυψε από τη συμμαχία των πόλεων Βλαντίμιρ και Σούζνταλ στα ανατολικά της Μόσχας, προσπάθησε να παίξει ανεπιτυχώς το ρόλο του νέου Κιέβου. Ευνοήθηκε από την εισροή λογίων, καλλιτεχνών και εμπόρων που εγκατέλειπαν το νότο για να αποφύγουν τις επιδρομές τουρκικών φυλών, οι οποίες αναθάρρησαν από την αποσύνθεση του κράτους των Ρως. Το 1169 ο τοπικός πρίγκιπας Αντρέι Μπογκολιούμπσκι εκστράτευσε κατά του Κιέβου και εγκατέστησε εκεί πρίγκιπα τον αδελφό του. Το 1299 εγκαταστάθηκε στο Βλάντιμιρ η ιστορική αρχιεπισκοπή του Κιέβου. Από την αριστοκρατία του Πριγκιπάτου των Βλαντίμιρ - Σούζνταλ προήλθαν οι πρώτοι ηγεμόνες της Μοσχοβίας, που με τη σειρά της ήταν η μήτρα που γέννησε τη σημερινή Ρωσία.
[Επεξεργασία] Πριγκιπάτο του Γκάλιτς
Το πριγκιπάτο του Γκάλιτς (ενίοτε συναντάται σε ελληνικές πηγές ως Γαλικία) συγκροτήθηκε στα εδάφη νοτιοδυτικά του Κιέβου και εμπορευόταν με τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Λιθουανούς γείτονές του. Στις αρχές του 13ου αι. ο τοπικός πρίγκιπας Ρομάν Μστισλάβιτς κατέκτησε το Κίεβο και αυτοανακηρύχθηκε Μέγας Δούκας των Ρως του Κιέβου. Ο γιος του Δανιήλ ήταν ο πρώτος σλάβος βασιλιάς που ενθρονίσθηκε από πάπα, χωρίς όμως να αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο που το 14ο αι. του απένειμε έδρα αρχιεπισκοπής. Έπαψε να υπάρχει στα μέσα του 14ου αι. όταν διαμοιράσθηκε ανάμεσα σε Πολωνούς και Λιθουανούς. Θεωρείται το πρώτο ουκρανικό κρατικό μόρφωμα.
[Επεξεργασία] Ιστορική αποτίμηση
Το κράτος των Ρως, αν και εκτεινόταν σε μια από τις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της εποχής του αλλά και ένα από τα πιο προοδευμένα, εν μέρει χάρη και στο συγχρωτισμό του με το Βυζάντιο. Σε μια εποχή που στη Δυτ. Ευρώπη μόνο οι ευγενείς ήξεραν να γράψουν το όνομά τους, τα περισσότερα παιδιά του Κιέβου, του Νόβγκοροντ και των άλλων μεγάλων πόλεων ήταν εγγράμματα και έφτιαχναν 'σκονάκια' για το σχολείο ή έγραφαν ερωτικά σημειώματα στους συμμαθητές τους.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα άλλα μεσαιωνικά κράτη, ο νομικός κώδικας του Γιαροσλάβου του Σοφού έθετε φραγμούς στα βασανιστήρια ως μέθοδο ανάκρισης, δεν περιελάμβανε τη θανατική ποινή και μετέτρεπε τις περισσότερες ποινές από φυλάκιση σε πρόστιμο! Παρείχε επίσης στις γυναίκες αστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κληρονομιά.
Η οικονομική ανάπτυξη αντανακλάται εύγλωττα στα δημογραφικά στοιχεία. Στα τέλη του 12ου αι, ενώ είχε ήδη αρχίσει η παρακμή, το Κίεβο είχε 50.000 κατοίκους, το Νόβγκοροντ 30.000 και το Τσέρνιγκοφ επίσης 30.000. Την ίδια εποχή το Λονδίνο είχε 12.000 κατοίκους και η δεύτερη μεγαλύτερη αγγλική πόλη, το Ουίντσεστερ, είχε 5.000.
Το κράτος των Ρως άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ενοποίησε διοικητικά και πολιτισμικά μία αναρχούμενη περιφέρεια και τη μετέτρεψε σε ένα δυναμικό βασίλειο. Η εισαγωγή του χριστιανισμού δημιούργησε ένα βυζαντινό - σλαβικό κράμα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πολιτισμό και τις τέχνες. Αυτός ο πολιτισμός ήταν το υλικό πάνω στον οποίο χτίσθηκε αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία.