Supermarine Spitfire
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Supermarine Spitfire | ||
---|---|---|
Spitfire |
||
Περιγραφή | ||
Αποστολή | Καταδιωκτικό | |
Πλήρωμα | 1 | |
Κατασκευαστής | Supermarine | |
Σχεδιαστής | R. J. Mitchell | |
Παρθενική πτήση | 5 Μαρτίου 1936 | |
Είσοδος σε υπηρεσία | 1938 | |
Απόσυρση | 1952 | |
Πρωτεύων χρήστης | Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF) | |
Περίοδος παραγωγής | 1938–1948 | |
Συνολική παραγωγή | 20.351 | |
Κόστος μονάδας | £15.000 | |
Διαστάσεις | ||
Μήκος | 9.12 [1] m | |
Εκπέτασμα | 11.23 m | |
Ύψος | 3.86 m | |
Επιφάνεια πτέρυγας | 22.48 m² | |
Βάρος | ||
Καθαρό | 2309 kg | |
Μεικτό | 3000 kg | |
Μέγιστο απογείωσης | 3071 kg | |
Κινητήρες | ||
1× Rolls-Royce Merlin 45 υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας V12 , 1470 hp στα 9250 ft (1096 kW στα 2820 m) | ||
Επιδόσεις | ||
Μέγιστη ταχύτητα | 378 mph, 605 km/h | |
Αυτονομία | μάχης 760 km, πορείας 1840 km | |
Μέγιστο ύψος | 11 300 m | |
Βαθμός ανόδου | 13.5 m/min | |
Οπλικό φορτίο | ||
Πολυβόλα |
|
|
Βόμβες | 2× 250 lb (110 kg) |
Το Supermarine Spitfire υπήρξε ένα από τα πιο διάσημα καταδιωκτικά αεροσκάφη όλων των εποχών, σύμβολο της Βρετανικής αεροπορικής ισχύος και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τη RAF και τις συμμαχικές αεροπορίες κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του ΄50.
Κατασκευασμένο από τη Βρετανική Supermarine το Spitfire ήταν μια δημιουργία του αρχισχεδιαστή της εταιρείας R. J. Mitchell, που συνέχισε να τελειοποιεί το σχέδιό του μέχρι και το 1937 που πέθανε από καρκίνο. Οι ελλειπτικές του πτέρυγες του επέτρεπαν ανώτερες ταχύτητες από το Hawker Hurricane και άλλους ανταγωνιστές του, του έδιναν δε μία χαρακτηριστική εμφάνιση, ενισχύοντας την όλη του αεροδυναμική εικόνα. Ιδιαίτερα αγαπητό από τους χειριστές του, το Spitfire χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τα αμέσως μετέπειτα χρόνια, σε όλα τα θέατρα του πολέμου και σε πολλές παραλλαγές.
Περισσότερα από 20.300 τεμάχια όλων των τύπων κατασκευάστηκαν, συμπεριλαμβανομένου και ενός διθέσιου εκπαιδευτικού, ενώ κάποια από αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμα και στη δεκαετία του ’50, όταν τα αεριωθούμενα είχαν πια επικρατήσει. Αν και ο μεγάλος του αντίπαλος, το Messerschmitt Bf 109, το συναγωνίστηκε σε στατιστικά παραγωγής, το Spitfire υπήρξε το μόνο Βρετανικό καταδιωκτικό που παρέμεινε σε συνεχή παραγωγή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Σχεδιασμός και ανάπτυξη
Ο αρχισχεδιαστής της Supermarine, ήταν γνωστός για τα υδροπλάνα του, που είχαν κερδίσει πολλούς αγώνες στη δεκαετία του ’20, συνδυάζοντας πανίσχυρους κινητήρες Napier Lion και Rolls-Royce "R" με προσεκτικά σχεδιασμένες αεροδυναμικές ατράκτους. Αυτή η συνταγή ήταν εξίσου χρήσιμη και στη σχεδίαση καταδιωκτικών και στα 1931, ο Μίτσελ δημιούργησε ένα αεροσκάφος με τέτοιες αρετές, ανταποκρινόμενος σε μια προκήρυξη διαγωνισμού του Βρετανικού Υπουργείου Αεροπορίας, για ένα σύγχρονο καταδιωκτικό μονοπλάνο.
Το πρώτο του σχέδιο ήταν ένα μονοπλάνο με ανοικτό πιλοτήριο, πτέρυγες γλάρου και σταθερούς τροχούς προσγείωσης. Το Supermarine Type 224 δεν πλήρωσε τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, ούτε και κανένας ανταγωνιστής του. Ο Μίτσελ συνέχισε να βελτιώνει το σχέδιό του σαν ιδιωτική έρευνα, με την υποστήριξη της εταιρείας Vickers, ιδιοκτήτριας της Supermarine. Το νέο σχέδιο συμπεριέλαβε ανασυρόμενους τροχούς προσγείωσης, κλειστό κουβούκλιο, αναπνευστική συσκευή οξυγόνου και έναν καινούριο, πολύ ισχυρότερο κινητήρα που ανέπτυξε η Rolls-Royce, που αργότερα ονομάστηκε Merlin και χρησιμοποιήθηκε από το Spitfire στις εκδόσεις Mk 1 έως και Mk IX, ώσπου αντικαταστάθηκε από τον Rolls Royce Griffon.
Μέχρι τα 1935, το Υπουργείο Αεροπορίας είχε δει αρκετές τεχνολογικές προόδους στη βιομηχανία, ώστε να επανεξετάσει σχέδια μονοπλάνου καταδιωκτικού. Η νέα πρόταση της Supermarine απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο χώρο για να μεταφέρει οπλισμό οκτώ πολυβόλων, όπως προέβλεπε ο διαγωνισμός.
[Επεξεργασία] Το σχέδιο ελλειπτικών πτερύγων
Για μιαν ακόμα φορά ο Μίτσελ κατάφερε να λύσει το πρόβλημα. Υιοθέτησε ένα σχέδιο ελλειπτικών πτερύγων, που λόγω σχήματος έχουν μεγαλύτερο πλάτος, επιτρέποντας έτσι την εγκατάσταση του προβλεπόμενου οπλισμού, διατηρώντας ωστόσο την χαμηλή οπισθέλκουσα του παλαιότερου, απλούστερου σχεδίου. Η λύση αυτή έπεισε το Υπουργείο Αεροπορίας που ενέκρινε το νέο υπόδειγμα.
Ωστόσο η ελλειπτική πτέρυγα, που προτιμήθηκε για την αεροδυναμική της ανωτερότητα, ήταν περίπλοκη και δύσκολη στην κατασκευή. Η ευθέων γραμμών και απλής κατασκευής πτέρυγα του Messerschmitt Bf 109 επέτρεπε ανάλογες επιδόσεις με το Spitfire, αν και το Γερμανικό μαχητικό παράγονταν με το εν τρίτο των εργατοωρών του Βρετανού αντιπάλου του.
Ένα ελάττωμα της λεπτότατης πτέρυγας του Spitfire παρουσιαζόταν όταν το αεροσκάφος ανέπτυσσε πολύ μεγάλες ταχύτητες. Εάν το πιλότος επιχειρούσε να ελιχθεί σε αυτές τις ταχύτητες, οι αεροδυναμικές πιέσεις που ασκούνταν στα πηδάλια ήταν αρκετές για να προκαλέσουν τη στρέβλωση ολόκληρης της πτέρυγας ανάστροφα προς το πηδάλιο, με αποτέλεσμα το αεροσκάφος να στρέφει τελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μια καινοτομία στο τελικό σχέδιο του Spitfire ήταν η κυμαινόμενη διατομή πτέρυγας. Η επιφάνειά της έστρεφε ελαφρά προς τα πάνω κατά μήκος, από -1/2 μοίρα στη ρίζα σε +2 μοίρες στην άκρη του φτερού. Αυτό, κατά την έναρξη πτήσης υπό γωνία, επέτρεπε στις ρίζες των πτερύγων να δεχθούν την αεροδυναμική καταπόνηση πριν από τα άκρα, περιορίζοντας σημαντικά τον κίνδυνο απώλειας ελέγχου πτήσης. Έτσι ακόμη και μέτριοι πιλότοι μπορούσαν να ελίσσονται στα όρια, ελπίζοντας πως ο αντίπαλός τους ακολουθώντας τον ελιγμό τους θα έχανε τον έλεγχο του αεροσκάφους του ή θα αναγκάζονταν να εκτελέσει μια λιγότερο απότομη στροφή, για να βρεθεί τελικά στο σκόπευτρο του Spitfire.
Το πρωτότυπο (K5054) έκανε την παρθενική του πτήση στις 5 Μαρτίου του 1936, μόλις τέσσερις μήνες μετά την παρθενική πτήση του ανταγωνιστικού Hawker Hurricane. Το Υπουργείο Αεροπορίας παρήγγειλε τα πρώτα 310 αεροσκάφη στις 3 Ιουνίου του 1936, πριν ακόμα δημοσιοποιηθεί η ύπαρξη του. Το Βρετανικό κοινό πρωτοείδε το Spitfire σε μια επίδειξη στις 27 Ιουνίου του 1936.
[Επεξεργασία] Εκδόσεις
Υπήρξαν 24 διαφορετικές εκδόσεις του Spitfire και διάφορες υποεκδόσεις. Οι πρώτες με κινητήρα Merlin και οι ύστερες με Griffon. Υπήρξαν εκδόσεις ταχέως αναγνωριστικού και εκδόσεις με τροποποιημένες πτέρυγες. Το Spitfire Mk V υπήρξε ο πιο πολυάριθμος τύπος με 6.479 αντίγραφα και δεύτερος ο Mk IX με 5.665. Διαφορετικοί τύποι φτερών με ποικίλο οπλισμό χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες παραλλαγές. Η πτέρυγα τύπου Α έφερε οκτώ πολυβόλα των 303 χιλιοστών της ίντσας, η τύπου Β, τέσσερα πολυβόλα των .303 και δύο πυροβόλα των 20 mm και η C πτέρυγα έφερε είτε τον παραπάνω οπλισμό είτε και τέσσερα πυροβόλα των 20 mm. Αυτή υπήρξε και η πιο διαδεδομένη.
Η Supermarine ανέπτυξε και μια διθέσια, εκπαιδευτική έκδοση, την T Mk VIII, που όμως δεν παραγγέλθηκε τελικά και μόνον ένα αεροσκάφος κατασκευάστηκε. Ωστόσο, καθώς δεν υπήρχε επίσημη διθέσια εκδοχή, ένας αριθμός αεροσκαφών μετατράπηκε ανάλογα με ιδιοκατασκευές των μηχανικών αεροπορίας. Στη Βόρεια Αφρική εμφανίστηκε το Mk VB, στο οποίο μια δεύτερη θέση τοποθετήθηκε μπροστά από το πιλοτήριο, στη θέση της άνω δεξαμενής καυσίμων, όμως δεν υπήρχαν διπλά χειριστήρια και πιθανότατα να μην είχε χρησιμοποιηθεί σαν αμιγώς εκπαιδευτικό αεροσκάφος. Η μόνη ανεπίσημη διθέσια μετατροπή που διέθετε και διπλά χειριστήρια ήταν ένας μικρός αριθμός από Mk IX που είχαν χορηγηθεί στην ΕΣΣΔ. Αυτά ήταν γνωστά σαν Mk IX UTI και χαρακτηριστικά διέθεταν ένα διπλό, ευθύγραμμο κουβούκλιο τύπου «θερμοκηπίου» αντί του φυσαλιδωτού τύπου της έκδοσης T Mk VIII.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο η ιδέα αναγεννήθηκε από τη Supermarine και ένας αριθμός διθέσιων Spitfires κατασκευάστηκε δια της μετατροπής παλαιών αεροσκαφών Mk IX, με ένα δεύτερο, υπερυψωμένο πιλοτήριο που διέθετε και πάλι φυσαλιδωτό κουβούκλιο. Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη πουλήθηκαν στην Ινδική και Ιρλανδική αεροπορία. Σήμερα ελάχιστα από αυτά σώζονται.
[Επεξεργασία] Ναυτικές εκδόσεις
Μια ναυτική εκδοχή του Spitfire, το επονομαζόμενο Seafire ήταν ειδικά διαμορφωμένη για να επιχειρεί από αεροπλανοφόρα. Οι τροποποιήσεις περιελάμβαναν μια αρπάγη προσνείωσης, αναδιπλούμενες πτέρυγες και άλλα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, όπως και το Spitfire, το Seafire είχε στενή διάταξη τροχών εδάφους, που σημαίνει πως δεν ήταν ιδανικό για τα καταστρώματα αεροπλανοφόρων. Παράλληλα, η εγκατάσταση επιπρόσθετων οργάνων μετατόπισε προς τα πίσω το κέντρο βάρους του σκάφους, κάτι που κατέστησε δύσκολο τον έλεγχο σε χαμηλές ταχύτητες, ενώ και η κυμαινόμενη διατομή πτέρυγας αποτελούσε μειονέκτημα για την ακριβή προσνείωση στο κατάστρωμα ενός αεροπλανοφόρου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, οδήγησαν σε ένα υψηλό ποσοστό ατυχημάτων για το Seafire.
Το Seafire II αποδείχθηκε ανώτερων επιδόσεων από το A6M5 (Zero) σε χαμηλό υψόμετρο, κατά τη διάρκεια εικονικών αερομαχιών που έγιναν τον καιρό του πολέμου. Όμως σύγχρονά του Αμερικανικά ναυτικά μαχητικά όπως το F6F Hellcat και το F4U Corsair ήταν κατά πολύ ισχυρότερά του. Καθώς οι νέοι κινητήρες Griffon αντικατέστησαν τους Merlin προς το τέλος του πολέμου, τα ύστερα υποδείγματα του Seafire ξανακέρδισαν την υπεροχή.
[Επεξεργασία] Υπηρεσία στη RAF
Το πρώτο Spitfire μπήκε σε υπηρεσία στη RAF στις 4 Αυγούστου του 1938 και οι παραδόσεις συνεχίστηκαν με ρυθμό ένα την εβδομάδα στις Μοίρες 19 και 66, που ήταν εγκατεστημένες στο Ντάξφορντ.Κατά τις επόμενες εβδομάδες η παραγωγή αυξήθηκε και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την 1 Σεπτεμβρίου του 1939 πολέμου περίπου 400 Spitfires υπηρετούσαν στη RAF και άλλα 2.000 βρισκόταν υπό παραγγελία.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1939 σε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα πάνω από το Μέντγουέι, αεροσκάφη της 74 Μοίρας έχυσαν το πρώτο αίμα για τα Spitfires, καταρρίπτοντας δύο άτυχα Hawker Hurricanes της 56 Μοίρας. Τα φίλια αυτά πυρά προκάλεσαν τον πρώτο θάνατο Βρετανού πιλότου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Spitfire υπήρξε ένα από τα καλύτερα μαχητικά του πολέμου και κατά πολλούς το πλέον όμορφο. Συχνά ωστόσο συγκρίνεται με το Hawker Hurricane, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς κατά τις κρίσιμες φάσεις του 1940. Αν και οι δύο τύποι έφεραν πανομοιότυπο οπλισμό (οκτώ πολυβόλα των .303 ιντσών), η διευθέτησή τους στις πτέρυγες των Hurricanes ήταν καλύτερη, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός, ενώ τα διαμοιρασμένα όπλα στις λεπτές πτέρυγες του Spitfire, προκαλούσαν ακόμη και κραδασμούς κατά τη λειτουργία τους. Όμως η χαμηλότερη ταχύτητα του Hurricane το καθιστούσε πιο ευάλωτο έναντι των γερμανικών μαχητικών. Έτσι, όπου ήταν δυνατόν, η τακτική της RAF κατά τη Μάχη της Αγγλίας ήταν να αναχαιτίζει τα εχθρικά βομβαρδιστικά με Hurricanes, ενώ τα Spitfires αναλάμβαναν τα Γερμανικά μαχητικά συνοδείας. Σε σύνολο, τα Hurricanes κατέρριψαν περισσότερα αεροσκάφη της Luftwaffe, τόσο μαχητικά όσο και βομβαρδιστικά, από τα Spitfires, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης αριθμητικής παρουσίας τους στον αέρα. Επτά στα δέκα Γερμανικά αεροσκάφη που χάθηκαν στη Μάχη της Αγγλίας καταρρίφθηκαν από πιλότους των Hurricane. Οι απώλειες επίσης ήταν μεγαλύτερες μεταξύ των πολυαριθμότερων Hurricanes.
[Επεξεργασία] Σημειώσεις και παραπομπές
- ↑ Όλα τα χαρακτηριστικά αφορούν το Spitfire Mk Vb (άλλες εκδόσεις διαφέρουν σε διάφορα σημεία).